Η δυσαναλογία μεταξύ ολικού όντος και ατομικότητας

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 19, 2015

Αν ορίσουμε τη σχέση μεταξύ του λόγου του ολικού  προς την ατομικότητα και του λόγου της ατομικότητας προς το τίποτε ως ισότητα, τότε καταλήγουμε στο εξής παράδοξο και σκανδαλώδες : ατομικότητα = ρίζα (ολικού όντος * τίποτε).  Αν θυμηθεί κανείς και το 1 + 0 = ∞ ή το 0*∞=1 των Πυθαγορείων εύκολα μπορεί να καταλήξει πως εκεί που υφίσταται λόγος υφίσταται και αναλογία και πως η κλείδα είναι ότι δια του λόγου δε μετράμε απόσταση παρά σχετικότητα. Εξ αυτών γίνεται προφανές ότι πρέπει να γίνουν κάποιες συμβάσεις για να αποκτήσει νόημα η ατομικότητα.

Το σύνηθες, ώστε να θεωρηθεί σε ποία σχετική θέση μπορεί ενδεχομενικά να τοποθετηθεί η ατομικότητα, είναι να επιχειρηθεί η σύμβαση που θα ορίσει άνω και κάτω όριο παρατήρησης ως αντίστοιχα του ολικού όντος και του τίποτε. Ως άνω όριο παρατήρησης για παράδειγμα τίθενται λόγου χάριν τα άκρα του σύμπαντος και κάτω όριο παρατήρησης η σταθερά πλανκ ή ίσως αλλιώς άνω όριο μπαίνει συχνά το μέγεθος του πλανήτη και κάτω το μέγεθος ενός έκαστου. Ή εν πάσει περιπτώσει αυτή η αντιστοίχηση γίνεται στα σχετικά μεγέθη ανάλογα με το αναφερόμενο και το προσδοκώμενο. Μία τέτοια προσέγγιση δε φαίνεται μαθηματικώς και τόσο σφαλερή αν υπάρχει η παραδοχή ότι η ατομικότητα έχει την ίδια ικανότητα παρατήρησης του άνω και του κάτω ορίου κάθε φορά, και άρα μέσω αυτού διορθώνεται το προσεγγιστικό δια του ορισμού ορίων υπεισερχόμενο σφάλμα.

Το ενδιαφέρον σε όλα αυτά είναι ότι ψάχνοντας λίγο τις υποθέσεις που έχει κάνει ενίοτε η ανθρώπινη σκέψη για αυτά τα κατοπτρικά όρια «πέρατος» συνήθως παρατηρείται η τάση να «ανθρωπομορφοποιούνται», «γεωκεντρικοποιούνται» ή τουλάχιστον να «λογοποιούνται» με βάση τον εκάστοτε τρόπο σκέψης. Ακόμη και αυτά που είναι τάξεις μεγαλύτερα ή μικρότερα της ατομικότητας παίρνουν σχήμα (πχ θεός με πρόσωπο ανθρώπου), και άρα κατά συνέπεια παραμορφωτικά τερατοποιούνται,  αφήνοντας έτσι να βγουν ωραία συμπεράσματα για τις ικανότητες παρατήρησης της σκέψης, την αντικειμενικότητα της, αλλά και για τον «αντικειμενικό» κόσμο γύρω της.

Βλέπει κανείς πως η θεώρηση της σχετικής θέσης για το που μπορεί ενδεχομενικά να τοποθετηθεί η ατομικότητα κρύβει πρωτίστως από πίσω της τον ψυχολογικό παράγοντα της επιθυμίας της: ο ορίζοντας θέασης να γίνει κάτοπτρο αναπόλησης του ειδώλου του εαυτού, η συνείδηση να γίνει η ιστορία,  κι ο άνθρωπος η χώρα εποπτείας. Οι όποιες «πυθαγόρειες» εξισώσεις είναι και αυτές ολισθηρές αν παρθούν ως απόλυτες που αναλογοποιούν τα δυσανάλογα. Η δυσαναλογία μεταξύ ολικού όντος και ατομικότητας έχει να κάνει με την ψυχολογική μη αποδοχή αδυναμίας απόλυτης προσέγγισης του υπερβατικού και όχι με τα πραγματικά μεγέθη. 

0 σχόλια