Είναι αρκετές οι έννοιες που σχετίζονται με το δίπολο της αλήθειας και του ψέματος και έχουν ασαφείς και αμφιλεγόμενες σημασίες. Τί είναι αληθινό και τί ψεύτικο; Συνήθως θεωρούμε ότι εκφράζουμε την αλήθεια όταν λέμε: «Εγώ έτσι, εγώ αλλιώς, εγώ κάπως.» Αυτά όλα είναι ταυτίσεις. Αν υπάρχει όμως τελικά η πιθανότητα να μην είμαστε οι ταυτίσεις μας, τότε δεν είμαστε και κάτι άλλο: Δεν είμαστε όλα αυτά που ονομάζουμε «εγώ».
Οι ταυτίσεις μας είναι προσκολλήσεις. Είναι οι εικόνες και οι προγραμματισμοί μας. Είναι τα νοιαξίματα μας. Αυτά όλα είναι εγώ της προσωπικότητας. Όταν «νοιαζόμαστε» για τις σκέψεις των άλλων, για τις συμπεριφορές (τους και μας) , για τα «στραβά και τα παράλογα» του κόσμου τούτου, τότε απλά μασκαρεύουμε με κρίσεις και επικρίσεις τα εγωικά αισθήματα της «δικαιοσύνης» και της «ορθότητας». Και τί κάνουμε; Σχηματίζουμε απόψεις για το τί πρέπει και τί δεν πρέπει να γίνει. Αυτό λέμε είναι καλό να γίνει, ενώ αυτό δεν είναι. Έτσι, οι παραδεκτές ιδέες μας, που ορίζουν και το φανταστικό άξονα «αλήθειας» και «ψέματος», αποκτούν μία «ηθική» διάσταση για το καλό και το κακό. Γίνονται οι αναφορές μας για το «σωστό» και το «λάθος».
Συνήθως ο πολύ κόσμος, αν του επισημανθεί όλο αυτό, νομίζει ότι αμφισβητείται η ειλικρίνεια του. Η σύγχυση προέρχεται από το ότι μπερδεύει την ειλικρίνεια με το νοιάξιμο. Πιστεύει πως οι μάχες του υπέρ δικαίων και αδίκων τον κάνουν ειλικρινή, ενώ το μόνο που κάνουν είναι να υπερθεματίζουν τα νοιαξίματα του. Δλδ τα ψέματα του. Αυτό που ο άνθρωπος ονομάζει ειλικρίνεια είναι συνήθως η απροθυμία του να χαλιναγωγήσει τον εαυτό του.
Τα ψέματα στον εαυτό και οι δικαιολογίες έχουν να κάνουν με τους αμυντικούς μηχανισμούς της προσωπικότητας. Ας τους αναφέρουμε στο παρόν σημείωμα ως αντικρουστήρες. Οι αντικρουστήρες είναι όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που απαλύνουν τις αντιφάσεις της προσωπικότητας, ενώ αυτές βρίσκονται κάτω από την μύτη της. Η εκπαίδευση μας, οι μιμητισμοί μας, οι γνώμες, φτιάχνουν όλα αντικρουστήρες. Με αυτούς σε λειτουργία μπορούμε να έχουμε πάντα δίκιο. Με αυτούς μπορεί ο άνθρωπος να μη νιώθει τη συνείδηση του.
Τί είναι συνείδηση; Άλλη μια λέξη που σηκώνει παρεξηγήσεις. Αν πει κάποιος για παράδειγμα «δεν έχεις συνείδηση» μάλλον θα εννοεί ότι υπάρχει έλλειψη ηθικής. Η συνείδηση όμως δεν είναι αυτό. Η συνείδηση δεν έχει τίποτε το κοινό με την ηθική. Η συνείδηση έχει να κάνει με το να γνωρίζει κανείς διαμιάς αυτό που υπάρχει, ανάλογα το capacity του και ανάλογα το χώρο και χρόνο που βρίσκεται. Η ηθική από την άλλη είναι φτιαγμένη από αντικρουστήρες. Άλλα τα ηθικά πρόσημα στην Κίνα, άλλα στην Ευρώπη. Οι διάφοροι πολιτισμικοί αντικρουστήρες θεσμοθετούν και τα διάφορα είδη ηθικής. Το «καλό» μιας «τάξης» ή ενός «έθνους» είναι διαφορετικό από μιας άλλης/άλλου. Η χριστιανική ηθική λέγει καλό και αλήθεια αυτό και εκείνο, και αυτομάτως σηκώνεται μία τρικυμία παρεξηγήσεων για τις ερμηνείες. Όλες οι θρησκείες έχουν ένα σωρό παρακλάδια ακριβώς λόγω διαφορετικών αντικρουστήρων.
Με βάση τις ηθικές που πλάθουμε από τους προγραμματισμούς, φτιάχνουμε και τα δίπολα καλού και κακού, που είναι όμως τελείως υποκειμενικά και αντιφατικά μεταξύ τους. Για να έχει η έννοια του καλού και του κακού πραγματική σημασία θα πρέπει να αναφέρεται σε κάτι σταθερό. Και το μόνο μόνιμο και σταθερό που μπορεί να προκύψει είναι η ανάγκη για λύτρωση από τις αντιφάσεις της προσωπικότητας. Η απομάκρυνση των αντικρουστήρων. Η απελευθέρωση από την φαντασία και τη ψευτιά. Η ανάγκη μιας καθαρής, αυθεντικής και δυναμικής ενότητας και σύνδεσης με τον κόσμο. Τότε είναι που η προσωπικότητα θα γίνει «πρόσωπο». Θα χάσει δλδ την ψευδή αυτό-αναφορικότητα και το κέντρο βάρους θα μεταφερθεί πλέον στη σχέση με τον κόσμο.
Η ίδια η ετυμολογία της λέξης πρόσωπο έχει να κάνει με την στροφή(προς) της όψης(ὤψ), με τη στροφή του βλέμματος, με την επιφάνεια(face) ως καθρέφτη (τὰ ὦπα = τα μάτια).
Το «πρόσωπο» δεν μπορεί να περιγραφεί ψυχολογικά ή ηθικά. Το πρόσωπο δε νοείται αποκλειστικά σαν εσωτερίκευση και ενδοστρέφεια. Το πρόσωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άτομο, ως υποκείμενο, ούτε έρχεται σε αντιπαράθεση με κάτι άλλο. Το πρόσωπο είναι η ταυτότητα που πηγάζει από κάποια σχέση. Είναι η ετερότητα που γεννιέται από τη σχέση με το άλλο. Είναι η ελευθερία που προκύπτει από την αποδέσμευση των ορίων του εγώ και της αυτονομίας του. Είναι το σπάσιμο των ορίων που θέτει γύρω του το άτομο για να προστατευτεί από το «άλλο». Είναι η κατάλυση όλων των αντικρουστήρων. Η έξοδος του εαυτού προς το άλλο και η ταυτόχρονη είσοδος του άλλου προς τον εαυτό. Μόνο έτσι νοείται η ελευθερία. Μια ελευθερία υπεράνω κάθε φαντασιόπληκτης αυτοσυνειδησίας και μακριά από κάθε αποτέλεσμα της. Μια ελευθερία που δεν είναι η κατάσταση κάποιου εωσφορικού δήθεν φωταγωγημένου «μόνιμου εγώ» που κινείται στα όρια της επιδερμίδας. Μία ελευθερία αποτέλεσμα της έκστασης σε μία κίνηση του «εσύ» με το «εμείς» μέσω της διάλυσης κάθε εσωτερικής ψευτιάς και ταύτισης. Μιλάμε για μία ταυτοχρονία δυναμικών όρων εισόδου και εξόδου, εκεί που το «εσύ» και το «εμείς» συνυπάρχουν αγαπητικά, μέσω ενός άλματος πίστης του ενός στο άλλο. Μιλάμε για το πρόσωπο ως η κατωφλίωση της ταυτοχρονίας έκρηξης του μερικού και ένρηξης του ολικού που δημιουργεί τον κόσμο και τον εαυτό.
Το παραπάνω «εσύ» δεν υπάρχει για χάριν του όλου. Αν υποταχτεί η ελευθερία του προσώπου στο όλον μπαίνει ο κίνδυνος μηδενισμού. Μπαίνει ο κίνδυνος δλδ της Χάρυβδης της συλλογικότητας, σε σχέση με τη Σκύλλα της ατομικότητας από την οποία πασχίζει να εξέλθει το ταλαιπωρημένο δυτικό ιστορικό υποκείμενο. Το «εσύ» υπάρχει μόνον μέσω της αγαπητικής του σχέσης, όχι ως ενδοστρεφή αυτοβεβαίωση, αλλά ως μία «απορία» που αντλεί την ενότητα της από την ελευθερία των προσώπων που περιθάλπει. Ο εκκοινωνισμός αυτός του «εσύ» το κάνει «εγώ», ως δυναμική συνάρτηση της μερικότητας προς την ολότητα. Μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει εσωτερική και εξωτερική ενότητα μεταξύ των μερών του όλου.
Οι ταυτίσεις μας είναι προσκολλήσεις. Είναι οι εικόνες και οι προγραμματισμοί μας. Είναι τα νοιαξίματα μας. Αυτά όλα είναι εγώ της προσωπικότητας. Όταν «νοιαζόμαστε» για τις σκέψεις των άλλων, για τις συμπεριφορές (τους και μας) , για τα «στραβά και τα παράλογα» του κόσμου τούτου, τότε απλά μασκαρεύουμε με κρίσεις και επικρίσεις τα εγωικά αισθήματα της «δικαιοσύνης» και της «ορθότητας». Και τί κάνουμε; Σχηματίζουμε απόψεις για το τί πρέπει και τί δεν πρέπει να γίνει. Αυτό λέμε είναι καλό να γίνει, ενώ αυτό δεν είναι. Έτσι, οι παραδεκτές ιδέες μας, που ορίζουν και το φανταστικό άξονα «αλήθειας» και «ψέματος», αποκτούν μία «ηθική» διάσταση για το καλό και το κακό. Γίνονται οι αναφορές μας για το «σωστό» και το «λάθος».
Συνήθως ο πολύ κόσμος, αν του επισημανθεί όλο αυτό, νομίζει ότι αμφισβητείται η ειλικρίνεια του. Η σύγχυση προέρχεται από το ότι μπερδεύει την ειλικρίνεια με το νοιάξιμο. Πιστεύει πως οι μάχες του υπέρ δικαίων και αδίκων τον κάνουν ειλικρινή, ενώ το μόνο που κάνουν είναι να υπερθεματίζουν τα νοιαξίματα του. Δλδ τα ψέματα του. Αυτό που ο άνθρωπος ονομάζει ειλικρίνεια είναι συνήθως η απροθυμία του να χαλιναγωγήσει τον εαυτό του.
Τα ψέματα στον εαυτό και οι δικαιολογίες έχουν να κάνουν με τους αμυντικούς μηχανισμούς της προσωπικότητας. Ας τους αναφέρουμε στο παρόν σημείωμα ως αντικρουστήρες. Οι αντικρουστήρες είναι όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που απαλύνουν τις αντιφάσεις της προσωπικότητας, ενώ αυτές βρίσκονται κάτω από την μύτη της. Η εκπαίδευση μας, οι μιμητισμοί μας, οι γνώμες, φτιάχνουν όλα αντικρουστήρες. Με αυτούς σε λειτουργία μπορούμε να έχουμε πάντα δίκιο. Με αυτούς μπορεί ο άνθρωπος να μη νιώθει τη συνείδηση του.
Τί είναι συνείδηση; Άλλη μια λέξη που σηκώνει παρεξηγήσεις. Αν πει κάποιος για παράδειγμα «δεν έχεις συνείδηση» μάλλον θα εννοεί ότι υπάρχει έλλειψη ηθικής. Η συνείδηση όμως δεν είναι αυτό. Η συνείδηση δεν έχει τίποτε το κοινό με την ηθική. Η συνείδηση έχει να κάνει με το να γνωρίζει κανείς διαμιάς αυτό που υπάρχει, ανάλογα το capacity του και ανάλογα το χώρο και χρόνο που βρίσκεται. Η ηθική από την άλλη είναι φτιαγμένη από αντικρουστήρες. Άλλα τα ηθικά πρόσημα στην Κίνα, άλλα στην Ευρώπη. Οι διάφοροι πολιτισμικοί αντικρουστήρες θεσμοθετούν και τα διάφορα είδη ηθικής. Το «καλό» μιας «τάξης» ή ενός «έθνους» είναι διαφορετικό από μιας άλλης/άλλου. Η χριστιανική ηθική λέγει καλό και αλήθεια αυτό και εκείνο, και αυτομάτως σηκώνεται μία τρικυμία παρεξηγήσεων για τις ερμηνείες. Όλες οι θρησκείες έχουν ένα σωρό παρακλάδια ακριβώς λόγω διαφορετικών αντικρουστήρων.
Με βάση τις ηθικές που πλάθουμε από τους προγραμματισμούς, φτιάχνουμε και τα δίπολα καλού και κακού, που είναι όμως τελείως υποκειμενικά και αντιφατικά μεταξύ τους. Για να έχει η έννοια του καλού και του κακού πραγματική σημασία θα πρέπει να αναφέρεται σε κάτι σταθερό. Και το μόνο μόνιμο και σταθερό που μπορεί να προκύψει είναι η ανάγκη για λύτρωση από τις αντιφάσεις της προσωπικότητας. Η απομάκρυνση των αντικρουστήρων. Η απελευθέρωση από την φαντασία και τη ψευτιά. Η ανάγκη μιας καθαρής, αυθεντικής και δυναμικής ενότητας και σύνδεσης με τον κόσμο. Τότε είναι που η προσωπικότητα θα γίνει «πρόσωπο». Θα χάσει δλδ την ψευδή αυτό-αναφορικότητα και το κέντρο βάρους θα μεταφερθεί πλέον στη σχέση με τον κόσμο.
Η ίδια η ετυμολογία της λέξης πρόσωπο έχει να κάνει με την στροφή(προς) της όψης(ὤψ), με τη στροφή του βλέμματος, με την επιφάνεια(face) ως καθρέφτη (τὰ ὦπα = τα μάτια).
Το «πρόσωπο» δεν μπορεί να περιγραφεί ψυχολογικά ή ηθικά. Το πρόσωπο δε νοείται αποκλειστικά σαν εσωτερίκευση και ενδοστρέφεια. Το πρόσωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άτομο, ως υποκείμενο, ούτε έρχεται σε αντιπαράθεση με κάτι άλλο. Το πρόσωπο είναι η ταυτότητα που πηγάζει από κάποια σχέση. Είναι η ετερότητα που γεννιέται από τη σχέση με το άλλο. Είναι η ελευθερία που προκύπτει από την αποδέσμευση των ορίων του εγώ και της αυτονομίας του. Είναι το σπάσιμο των ορίων που θέτει γύρω του το άτομο για να προστατευτεί από το «άλλο». Είναι η κατάλυση όλων των αντικρουστήρων. Η έξοδος του εαυτού προς το άλλο και η ταυτόχρονη είσοδος του άλλου προς τον εαυτό. Μόνο έτσι νοείται η ελευθερία. Μια ελευθερία υπεράνω κάθε φαντασιόπληκτης αυτοσυνειδησίας και μακριά από κάθε αποτέλεσμα της. Μια ελευθερία που δεν είναι η κατάσταση κάποιου εωσφορικού δήθεν φωταγωγημένου «μόνιμου εγώ» που κινείται στα όρια της επιδερμίδας. Μία ελευθερία αποτέλεσμα της έκστασης σε μία κίνηση του «εσύ» με το «εμείς» μέσω της διάλυσης κάθε εσωτερικής ψευτιάς και ταύτισης. Μιλάμε για μία ταυτοχρονία δυναμικών όρων εισόδου και εξόδου, εκεί που το «εσύ» και το «εμείς» συνυπάρχουν αγαπητικά, μέσω ενός άλματος πίστης του ενός στο άλλο. Μιλάμε για το πρόσωπο ως η κατωφλίωση της ταυτοχρονίας έκρηξης του μερικού και ένρηξης του ολικού που δημιουργεί τον κόσμο και τον εαυτό.
Το παραπάνω «εσύ» δεν υπάρχει για χάριν του όλου. Αν υποταχτεί η ελευθερία του προσώπου στο όλον μπαίνει ο κίνδυνος μηδενισμού. Μπαίνει ο κίνδυνος δλδ της Χάρυβδης της συλλογικότητας, σε σχέση με τη Σκύλλα της ατομικότητας από την οποία πασχίζει να εξέλθει το ταλαιπωρημένο δυτικό ιστορικό υποκείμενο. Το «εσύ» υπάρχει μόνον μέσω της αγαπητικής του σχέσης, όχι ως ενδοστρεφή αυτοβεβαίωση, αλλά ως μία «απορία» που αντλεί την ενότητα της από την ελευθερία των προσώπων που περιθάλπει. Ο εκκοινωνισμός αυτός του «εσύ» το κάνει «εγώ», ως δυναμική συνάρτηση της μερικότητας προς την ολότητα. Μόνον έτσι μπορεί να υπάρξει εσωτερική και εξωτερική ενότητα μεταξύ των μερών του όλου.
- Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2020
- 0 Σχόλια