Ξανά

Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2025

 Στην άκρη της νύχτας, εκεί που το φως διστάζει να πατήσει και οι σκιές στήνουν αόρατες γέφυρες, στάθηκε ο Άρης. Το βλέμμα του, βαρύ από μνήμη και προσμονή, καρφώθηκε στο άδειο παράθυρο απέναντι. Πίσω απ’ το τζάμι, μια φιγούρα αχνή, σχεδόν διάφανη, έμοιαζε να τον παρατηρεί. Δεν ήξερε αν ήταν εκείνη ή το φάντασμα της επιθυμίας του. Ίσως να ήταν και τα δύο. Ή ίσως κανένα.

Η πόλη βούιζε από χιλιάδες μικρές ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, μα εκείνος άκουγε μόνο το τραγούδι της. Ένα τραγούδι που έμοιαζε με ψίθυρο νερού σε υπόγειο ποτάμι, με θρήνο για κάτι που δεν χάθηκε ακόμα, με ελπίδα πως το χαμένο μπορεί να ξαναβρεθεί αν κοιτάξεις αρκετά βαθιά. Ήταν το τραγούδι που τον είχε οδηγήσει εδώ, στο κατώφλι του ονείρου και του θανάτου, στο σημείο όπου οι εραστές γίνονται μύθος και οι μύθοι πληγές.

«Γύρνα πίσω», του ψιθύρισε η φωνή της, μα δεν ήξερε αν την άκουσε στ’ αλήθεια ή αν την έπλασε από το θραύσμα της μοναξιάς του. Έκανε ένα βήμα, μα το πάτωμα έτριξε σαν να διαμαρτυρόταν ο κόσμος ολόκληρος. Κάθε του κίνηση ήταν ένας μικρός θάνατος, κάθε του ανάσα μια ανάσταση. Η επιθυμία, σαν φίδι, τυλιγόταν γύρω απ’ το στέρνο του, τον έσφιγγε γλυκά και τον τρόμαζε μαζί.

Στο βάθος, πίσω από το πέπλο της πραγματικότητας, είδε μια σκάλα να κατεβαίνει σε υπόγειο. Την ακολούθησε. Τα σκαλιά ήταν υγρά, γεμάτα ίχνη από βήματα που δεν τόλμησαν να επιστρέψουν. Στο τέλος της σκάλας, μια πόρτα μισάνοιχτη, φως να διαρρέει σαν αίμα. Μπήκε.

Εκεί, στο κέντρο του δωματίου, στεκόταν εκείνη. Όχι όπως τη θυμόταν, αλλά όπως τη φανταζόταν πάντα: με μάτια που καθρεφτίζουν το άπειρο, με χέρια που κρατούν και αφήνουν ταυτόχρονα. «Γιατί γύρισες;» ρώτησε, μα η φωνή της δεν είχε καμιά προσδοκία. Ήταν ο ήχος του ανέμου που περνάει μέσα από άδειο σπίτι.

«Σε αναζήτησα σε όλους τους καθρέφτες», της είπε. «Σε κάθε όνειρο που έσπασε, σε κάθε τραγούδι που δεν τελείωσε. Μα κάθε φορά που πλησίαζα, σε έχανα ξανά. Ήσουν πάντα ένα βήμα μπροστά, μια ανάσα μακριά.»

Εκείνη χαμογέλασε, και το χαμόγελό της έσπασε τον χρόνο στα δύο. «Είμαι αυτό που χάνεται όταν το αγγίζεις.», του είπε. «Δεν μπορείς να με κρατήσεις εδώ, όπως δεν μπορείς να κρατήσεις το νερό στη χούφτα σου. Εγώ είμαι το πέρασμα, η απώλεια, η ανάμνηση. Είμαι όλα όσα αγάπησες και όλα όσα θα χάσεις.»

Ο Άρης ένιωσε τα χέρια του να τρέμουν. Ήθελε να την αγγίξει, να τη φέρει στον ήλιο, να της δείξει πως ο έρωτας μπορεί να νικήσει το σκοτάδι. Μα ήξερε πως αν την κοιτούσε κατάματα, θα τη χάσει για πάντα. Ήξερε πως ο μύθος δεν αντέχει το φως της αλήθειας.

Έκλεισε τα μάτια. Άκουσε ξανά το τραγούδι – τώρα πιο καθαρό, πιο σπαρακτικό. Ήταν το τραγούδι της επιστροφής, το τραγούδι της απώλειας, το τραγούδι του έρωτα που δεν τελειώνει ποτέ. Το τραγούδι που τραγουδούν όσοι αγάπησαν τόσο βαθιά, ώστε να χαθούν για να βρουν τον εαυτό τους.

Όταν άνοιξε τα μάτια, ήταν μόνος. Το δωμάτιο άδειο, το φως είχε σβήσει. Μα μέσα του, κάτι είχε αλλάξει. Είχε δει το πρόσωπό της πίσω από το πέπλο. Είχε γίνει μύθος. Είχε γίνει τραγούδι.

Και κατάλαβε: μόνο ό,τι αγαπάς αληθινά μπορείς να το χάσεις. Μόνο ό,τι χάνεις, μπορείς να το αγαπήσεις ξανά.

0 σχόλια