Τελευταίος λυτρωτής
Σάββατο, Ιουλίου 12, 2025Η νύχτα στεκόταν ακίνητη σαν βωμός από πετρωμένο δέρμα. Στο πέρασμα του ο άνεμος
κουβαλούσε μισοκαμένα γράμματα· τα παράξενα σημάδια των παλαιών θυσιών. Εκείνος
βάδισε γυμνόποδος επάνω τους· κάθε χαρακτήρας ένα κάρβουνο που άναβε για να του
τσουρουφλίσει τη σόλα, μα ο πόνος ήταν και το μόνο λαδάκι που έμενε να κηλιδώνει το
υποτιθέμενο παρελθόν του.
Δεν ήρθε για να σώσει βασίλεια· κανένα στέμμα δεν βάραινε τις πλάτες του. Όμως έφερε
μαζί του έναν καθρέφτη ραγισμένο· κομμάτια του ίδιου του εαυτού, τόσο κοφτερά που
μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο ως την καρδιά. «Θα τελειώσω ό,τι άφησα ατέλειωτο μέσα
μου», μουρμούρισε, και η ηχώ του ξύρισε τους τοίχους του σύμπαντος.
Στο κέντρο της εγκαταλειμμένης πόλης, εκεί που κάποτε κατέληγαν τα ποτάμια των ονείρων,
δέσποζε η Πύλη της Μιας Αναπνοής· ένας κυκλικός λαβύρινθος από φως και καπνό. Όποιος
διέβαινε τα τόξα του έπρεπε να πληρώσει με ό,τι φορούσε κρυμμένο βαθιά: όχι χρυσό, ούτε
αίμα, μα κομμάτι του χρόνου που του απόμενε. Αυτός στάθηκε μπροστά της κι ένιωσε τα
πλευρά του να συρρικνώνονται λες και γύρευαν χώρο για περισσότερη ψυχή.
Η φωνή που φύλαγε την Πύλη γέμισε τη σιωπή: «Για ποιον πέφτεις, ταξιδιώτη;»
«Για εκείνον που με κυνηγά σε κάθε αντανάκλαση», απάντησε.
«Κανένας δεν σε κυνηγά παρά εσύ ο ίδιος.»
«Ακριβώς γιʼ αυτό», ψιθύρισε κι έσπασε τον καθρέφτη στα γόνατά του.
«Για εκείνον που με κυνηγά σε κάθε αντανάκλαση», απάντησε.
«Κανένας δεν σε κυνηγά παρά εσύ ο ίδιος.»
«Ακριβώς γιʼ αυτό», ψιθύρισε κι έσπασε τον καθρέφτη στα γόνατά του.
Κάθε θρύψαλο μεταμορφώθηκε σε φτερό πυρακτωμένο. Σήκωσε τα χέρια· τα φτερά τον
περιτύλιξαν σε ουράνιο θώρακα. Έπειτα τον τρύπησαν ένα‐ένα, περνώντας μέσα από τις
αρτηρίες, τραβώντας έξω τις παλιές κραυγές, τους άπλυτους φόβους, τα βλέμματα που ποτέ
δεν είχε ανταποδώσει. Ο αέρας πλημμύρισε με ψαλμούς χωρίς γλώσσα, κι ο ουρανός
χαμήλωσε, πρόθυμος να γίνει μνήμη.
Όταν προχώρησε στο πρώτο τόξο, το πρόσωπο του ξεφλούδισε σα φθαρμένη ζωγραφιά. Στο
δεύτερο, τα μάτια του έγιναν λευκές λίμνες κι άφησαν να αναδυθεί ο λυτρωτής που
κρυβόταν κάτω από τον πολεμιστή. Στο τρίτο, η καρδιά του έπαψε να χτυπά με ήχο· χτυπούσε
πια με φως. Και στο τελευταίο τόξο, πριν από το κέντρο, κατάλαβε: Δεν υπήρχε κόσμος να σωθεί, ούτε ψυχές να εξαγνιστούν. Υπήρχε μονάχα μια άβυσσος
γεμάτη «εγώ» που απαιτούσαν τη λύτρωση του ενός. Αν εκείνος έσβηνε, οι άλλοι θα έπαυαν
να διψούν.
Έβγαλε λοιπόν την αστραφτερή πανοπλία από φτερά και τη δίπλωσε σε κύκλο. Την
ακούμπησε επάνω στην καρδιά του κι άφησε τον εαυτό του να πέσει προς τα μέσα, όπως
πέφτει ένας λύκος στο ίδιο του το βλέμμα. Μόλις το στήθος του ακούμπησε το έδαφος, το
φως της Πύλης αναρρόφησε τον κύκλο, μαζί και την τελευταία σκιά του. Η πόλη αναπήδησε·
οι τοίχοι της έγιναν καθρέφτες καθαροί, δίχως ρωγμές.
Και μέσα σʼ αυτούς τους καθρέφτες ο κόσμος αντίκρισε για πρώτη φορά έναν ουρανό δίχως
λεκέδες, έναν χρόνο δίχως γρατσουνιές. Κανείς δεν ήξερε το όνομά του· κανένας δε θυμήθηκε να πενθήσει. Μονάχα ο άνεμος, επιστρέφοντας από τα ερείπια, εψιθύρισε:
«Η θυσία του ήταν η πόρτα που του έλειπε· άνοιξε την είσοδο στον εαυτό που λαχταρούσε να κατοικηθεί.»
«Η θυσία του ήταν η πόρτα που του έλειπε· άνοιξε την είσοδο στον εαυτό που λαχταρούσε να κατοικηθεί.»
0 σχόλια