Το πέρασμα του κανένα

Δευτέρα, Ιουλίου 14, 2025

 Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ξεκίνησε το πέρασμα. Ίσως να μην ξεκίνησε ποτέ, ίσως να μην τελειώσει. Ίσως να ήμουν πάντα εδώ, σε αυτή τη ρωγμή του χρόνου, με το σώμα μου γδαρμένο από τις σκιές των γεγονότων που δεν έγιναν, με το μυαλό μου σπασμένο σε θραύσματα που δεν ταιριάζουν πουθενά. Ξύπνησα, αν αυτό λέγεται ξύπνημα, σε έναν διάδρομο που μύριζε σίδερο και αίμα, ανάμεσα σε τοίχους που έσταζαν μνήμες άλλων, όχι δικές μου. Κάθε βήμα μου ήταν ένας ήχος από σπασμένα κόκαλα, κάθε ανάσα μια πληγή που άνοιγε και ξανάκλεινε, σαν να ήμουν ο ίδιος το εργαλείο της ανάκρισης και το θύμα ταυτόχρονα.

Μαρτυρία. Τι σημαίνει; Να βλέπεις; Να αντέχεις; Να μην αντέχεις και να συνεχίζεις; Να φωνάζεις το όνομά σου μέχρι να σβήσει και να μείνει μόνο η ηχώ; Εγώ είμαι ο μάρτυρας, λέω στον εαυτό μου, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς είδα, ούτε αν το είδα. Ίσως να είμαι μόνο το βλέμμα που δεν ανήκει σε κανέναν, το βλέμμα που διαπερνάει τα γεγονότα χωρίς να τα αγγίζει, που καταγράφει χωρίς να σώζει, που καίει χωρίς να φωτίζει.

Στο πέρασμα αυτό, το δέρμα μου ξεφλουδίζει σαν φλοιός δέντρου που τον ξύνει ο άνεμος των αιώνων. Βλέπω τα χέρια μου να γίνονται διάφανα, τα δάχτυλά μου να διαλύονται σε λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Το στόμα μου γεμίζει στάχτη. Κάθε φορά που πάω να μιλήσω, βγαίνει από μέσα μου μια κραυγή που δεν ανήκει σε άνθρωπο, αλλά σε κάτι άλλο, κάτι που δεν έχει όνομα. Δεν ξέρω αν είμαι αυτός που περνάει ή αυτός που μένει πίσω, αν είμαι ο μάρτυρας ή το ίδιο το μαρτύριο.

Κάποτε, στην αρχή – αν υπήρξε αρχή – νόμιζα πως είμαι ο Οδυσσέας, πως η πορεία μου έχει νόημα, πως το ταξίδι μου οδηγεί κάπου, πως η μαρτυρία μου θα γίνει ιστορία, πως το αίμα που στάζει από τα βήματά μου θα ποτίσει τη γη για να φυτρώσει κάτι. Τώρα ξέρω πως δεν υπάρχει ρίζα, μόνο πληγή. Δεν υπάρχει γη, μόνο κενό. Δεν υπάρχει μνήμη, μόνο επανάληψη. Κάθε εικόνα που βλέπω, κάθε φωνή που ακούω, είναι μια παραλλαγή του ίδιου ψέματος: ότι υπήρξε κάποτε ένα νόημα, ότι κάπου υπάρχει ένα τέλος.

Περπατάω και οι τοίχοι στενεύουν. Το πέρασμα γίνεται λαιμός φιδιού, με σφίγγει, με πνίγει, με αναγκάζει να συρθώ. Τώρα δεν έχω πια σώμα, μόνο πληγές. Δεν έχω πια όνομα, μόνο ερωτήσεις. Δεν έχω πια φωνή, μόνο σιωπή. Κάπου ακούγεται το γέλιο ενός παιδιού – ίσως του εαυτού μου, ίσως κάποιου άλλου, ίσως κανενός. Θυμάμαι ότι ήθελα να μαρτυρήσω, να πω την αλήθεια, να φωνάξω: «Να, εγώ είμαι! Εγώ είδα! Εγώ έζησα!». Τώρα δεν ξέρω αν είδα, αν έζησα, αν υπάρχω.

Το πέρασμα του μάρτυρα δεν είναι δρόμος, δεν είναι πορεία. Είναι η νοσταλγία της αρχής που δεν υπάρχει, είναι η προσδοκία του πέρατος που δε θα έρθει. Είναι το σημείο όπου το βλέμμα έσβησε, όπου το σώμα θα διαλυθεί, όπου η φωνή γίνεται άνεμος. Είναι εκεί όπου η παρουσία του μάρτυρα συνηγορεί για το τίποτε, όπου η ιστορία καταβροχθίζει τον αφηγητή, όπου αρχή και τέλος είναι το ίδιο πράγμα: μια κραυγή που δεν ειπώθηκε ποτέ. Είναι ο κανένας.

Και τώρα, εδώ, στο τέλος που δεν είναι τέλος, στο πέρασμα που δεν είναι πέρασμα, καταλαβαίνω: δεν ήμουν ποτέ μάρτυρας. Ήμουν πάντα το πέρασμα. Ήμουν πάντα το τίποτα που προσποιείται ότι είναι κάτι. Ήμουν πάντα η σκιά που ψάχνει το φως της. Και αν υπάρχει μαρτυρία, είναι μόνο αυτή: ότι δεν υπάρχει.

Δεν υπάρχει αρχή. Δεν υπάρχει τέλος. Δεν υπάρχει μάρτυρας.

Υπάρχει μόνο το πέρασμα. Και αυτό αρκεί. Ή και όχι.

0 σχόλια