Η διάλυση του ονόματος

Πέμπτη, Ιουλίου 24, 2025

Ξύπνησε χωρίς να θυμάται πότε κοιμήθηκε. Η μετάβαση ανάμεσα στο όνειρο και την εγρήγορση είχε γίνει τόσο ρευστή που πλέον δεν μπορούσε να διακρίνει το ένα από το άλλο. Στο στόμα του είχε μείνει η γεύση μιας συζήτησης που δεν ήταν σίγουρος αν είχε πραγματικά συμβεί. Κάποιος του είχε πει: «Το όνομά σου δεν είναι αυτό που νομίζεις». Μα ποιο όνομα; Προσπάθησε να το φωνάξει δυνατά αλλά από τη γλώσσα του βγήκε μόνο ένας παράξενος ήχος, σαν αέρας που διαφεύγει από σκισμένο μπαλόνι.

Σηκώθηκε και κοίταξε τα χέρια του. Ήταν εκεί αλλά δεν ήταν δικά του. Ή μάλλον ήταν δικά του αλλά δεν ήταν εκεί. Μια φρικιαστική αίσθηση αποπροσωποποίησης τον κατέλαβε, σαν να παρακολουθούσε τη ζωή του από έξω, σαν να ήταν θεατής σε ένα θέατρο όπου εκείνος ήταν ταυτόχρονα ο ηθοποιός, ο σκηνοθέτης και το κοινό. «Ποιος είμαι;» ρώτησε δυνατά στον άδειο χώρο. Η ερώτηση αντήχησε και επέστρεψε παραμορφωμένη: «Ποιος ρωτάει;»

Το δωμάτιο άρχισε να αλλάζει γύρω του. Οι τοίχοι έγιναν διάφανοι σαν μεμβράνες και από πίσω τους διακρινόταν ένας άπειρος διάδρομος με πόρτες. Κάθε πόρτα είχε γραμμένο ένα όνομα. Πλησίασε την πρώτη: «Γιάννης». Την άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε έναν καθρέφτη όπου αντικατοπτριζόταν ένα πρόσωπο που δεν γνώριζε αλλά που κάπως ήταν δικό του. Πίσω από την επόμενη πόρτα, που έγραφε «Ο Φιλόσοφος», βρήκε έναν άντρα να διαβάζει βιβλία που οι σελίδες τους ήταν άδειες. Η τρίτη πόρτα είχε γραμμένο «Ο Εραστής» και πίσω της υπήρχε μόνο μια κενή κρεβατοκάμαρα γεμάτη ηχώ από γέλια που δεν ακουγόταν.

«Όλα αυτά είμαι εγώ;» σκέφτηκε, αλλά η σκέψη του ήρθε σαν ξένη φωνή. Τότε συνειδητοποίησε πως η ίδια η σκέψη ήταν το πρόβλημα. Κάθε φορά που προσπαθούσε να καθορίσει ποιος είναι, δημιουργούσε έναν νέο χαρακτήρα, μια νέα μάσκα, ένα νέο όνομα. Κι όσο περισσότερο αναζητούσε την αυθεντική του ταυτότητα, τόσο περισσότερο αυτή διαλυόταν σε θραύσματα.

Στο βάθος του διαδρόμου φάνηκε μια τελευταία πόρτα χωρίς όνομα. Όταν την άνοιξε, αντίκρισε έναν άδειο χώρο. Όχι μαύρο, όχι λευκό. Απλά άδειο. Και μέσα σε αυτή την αδειότητα άκουσε μια φωνή - τη δική του φωνή; - να λέει: «Ίσως το πρόβλημα δεν είναι ποιος είσαι, αλλά γιατί πιστεύεις ότι πρέπει να είσαι κάποιος συγκεκριμένος».

Η αποκάλυψη ήρθε σαν κεραυνός. Όλη αυτή η αναζήτηση της ταυτότητας, όλη αυτή η υπαρξιακή αγωνία, δεν ήταν παρά μια παγίδα που είχε στήσει ο ίδιος στον εαυτό του. Προσπαθούσε να λύσει ένα πρόβλημα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Ήταν σαν να προσπαθούσε να βρει την έξοδο από έναν λαβύρινθο που ο ίδιος έχτιζε καθώς περπατούσε μέσα του.

«Αλλά τώρα που το κατάλαβα, τι γίνεται;» αναρωτήθηκε. Κι αμέσως συνειδητοποίησε πως και αυτή η ερώτηση ήταν μέρος της ίδιας παγίδας. Το μυαλό του, σαν απελπισμένος αλχημιστής, προσπαθούσε να μετατρέψει ακόμα και την αποδοχή της αβεβαιότητας σε μια νέα βεβαιότητα, σε μια νέα ταυτότητα: «Εγώ είμαι αυτός που έχει καταλάβει ότι δεν υπάρχει ταυτότητα».

Γέλασε πικρά. Ή μάλλον κάτι μέσα του γέλασε. Δεν ήταν σίγουρος πια αν υπήρχε κάποιος «εγώ» που να γελάει. Ήταν σαν να κοιτούσε έναν δράκο που έτρωγε την ουρά του - όσο περισσότερο την έτρωγε, τόσο μεγαλύτερος γινόταν. Κάθε απάντηση γεννούσε νέες ερωτήσεις, κάθε κατανόηση γεννούσε νέες αμφιβολίες.

Τότε, σε μια στιγμή απόλυτης εξάντλησης, παραδόθηκε. Όχι στην απάντηση, αλλά στην ερώτηση. Όχι στη λύση, αλλά στο πρόβλημα. Όχι στη βεβαιότητα, αλλά στην αβεβαιότητα. Κι εκεί, σε εκείνη τη στιγμή παράδοσης, ένιωσε μια παράδοξη ειρήνη. Την ειρήνη του στρατιώτη που σταματάει να πολεμάει έναν εχθρό που δεν υπάρχει.

Στεκόταν πλέον στο κατώφλι του άδειου χώρου, ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε ο ίδιος ούτε κάποιος άλλος. Απλά εκεί, σε αιώνια απορία, σε αιώνια αναμονή για μια απάντηση που δεν θα ερχόταν ποτέ. Κι αυτό, κατάλαβε, ήταν ίσως η μόνη αληθινή του ταυτότητα: να είναι πάντα σε απορία, πάντα στο ερώτημα, πάντα στο κενό ανάμεσα στο «ποιος είμαι» και το «δεν ξέρω».

Η πόρτα χωρίς όνομα έκλεισε πίσω του με έναν ήχο που έμοιαζε με ανάσα.

0 σχόλια