Το ανείπωτο βάρος
Παρασκευή, Αυγούστου 08, 2025Ήρθε σαν αέρας που διαφεύγει από τις χαραμάδες του νου, με λέξεις που μοίραζαν εξουσία και απελπισία σε ίσες δόσεις. «Δεν μπορώ να κινηθώ», είπε με φωνή που έτρεμε στα χείλη του κόσμου. «Μόνο η δική σου παρουσία θα με σώσει. Χρειάζομαι να είσαι εδώ, να με δεις, να με ακουμπήσεις.» Οι λέξεις του κρέμονταν στον αέρα σαν δηλητηριώδεις σπόροι, έτοιμοι να βλαστήσουν φοβολατρία μέσα στις ρωγμές της συμπόνιας.
Το πρόσωπο έδειχνε συνηθισμένα φιλικό, τα χαμόγελα έπεφταν στις κατάλληλες στιγμές, η συνομιλία κυλούσε με την επιφανειακή λείανση των κοινωνικών συμβάσεων. Αλλά από κάτω, κάτι άλλο σερνόταν – ένα ρεύμα που προσπαθούσε να διαρρήξει τα όρια, να εισβάλει στον προσωπικό χώρο με τη μεθοδικότητα των παλαιών κατακτητών. «Είμαι απελπισμένος», επαναλάμβανε, και κάθε επανάληψη ήταν ένα χτύπημα στην πόρτα της ψυχής, ένα παράκλημα που κρυφά απαιτούσε.
Η αλληλεπίδραση τελείωσε αθόρυβα, σχεδόν ευγενικά. Κανένας θόρυβος, καμιά φασαρία. Το «όχι» ακούστηκε ήρεμα και έγινε σεβαστό. Εξωτερικά δεν είχε συμβεί τίποτε το ανησυχητικό. Μα μέσα, κάτι είχε κολλήσει. Σαν νήμα που τυλίχτηκε γύρω από κρυφές γωνίες της συνείδησης, σαν σκιά που καθόταν στο περιφερειακό όραμα και αρνιόταν να φύγει.
Περάσανε μέρες. Το αίσθημα εκείνο – ένα βάρος αόρατο – τον συνόδευε σαν φάντασμα που δεν θα εξορκιζόταν. Ήταν εκεί όταν ξυπνούσε, εκεί όταν περπατούσε, εκεί στις σιωπές ανάμεσα στις σκέψεις. Μια επίμονη παρουσία που δεν είχε σχήμα ούτε φωνή, αλλά ήταν τόσο πραγματική όσο η ανάσα στους πνεύμονες.
«Τι είναι αυτό που κρεμάστηκε πάνω μου;» αναρωτιόταν, αλλά η απάντηση ερχόταν σαν ηχώ από μακρινό βυθό: «Η απελπισία του άλλου. Η ανάγκη του που δεν δέχτηκες να γίνει δική σου.» Ένοιωθε σαν να κουβαλούσε κάτι που δεν του ανήκε, μια βαλίτσα γεμάτη με τα βάσανα κάποιου άλλου που είχε αφήσει στο κατώφλι της πόρτας του.
Και τότε, μια μέρα που ο χρόνος είχε φτάσει στο σημείο της ωρίμανσης, καθώς καθόταν στη σιωπή της μοναξιάς του, κάτι έσπασε. Ένα εσωτερικό κλικ, σαν κλειδαριά που ξεκλειδώνει. Ένα χασμούρημα βγήκε από τα βάθη του στήθους – μακρύ, απελευθερωτικό. Ένοιωσε κραδασμούς, λες και κάτι χαλαρό τινάχτηκε από την επιφάνεια της ψυχής του. Τσιμπήματα, σπασίματα, μικρές εσωτερικές αποκολλήσεις.
Και ξαφνικά, η ελαφρύτητα. Σαν να είχε βγάλει από πάνω του ένα παλτό που δεν θυμόταν πότε είχε φορέσει. Το βάρος είχε φύγει – όχι σιγά σιγά, αλλά αθρόα, οριστικά. Κι είχε τη βεβαιότητα, την απόλυτη γνώση ότι το θέμα είχε τελειώσει. Δεν το σκέφτηκε, το ένοιωσε στα κόκκαλα, στο αίμα, στην ανάσα που έβγαινε τώρα καθαρή.
«Δεν ήταν δικό μου», ψιθύρισε στον εαυτό του, κι η φράση ακούστηκε σαν προσευχή απελευθέρωσης. «Ποτέ δεν ήταν.» Η επίμονη εκείνη παρουσία, η συναισθηματική χειραγώγηση που είχε προσπαθήσει να τον κάνει υπεύθυνο για τον πόνο κάποιου άλλου, είχε φύγει. Σαν εξορκισμός που επιτέλους εργάστηκε.
Στεκόταν τώρα στον προσωπικό του χώρο – ελεύθερος, ακέραιος, απροσπέλαστος από τις προβολές και τις ανάγκες που δεν του ανήκαν. Η σιωπή γύρω του δεν ήταν πια φορτισμένη. Ήταν η σιωπή της ειρήνης, της επιστροφής στον εαυτό που είχε χαθεί στα δίχτυα μιας ξένης απελπισίας.
0 σχόλια