Το τετράγωνο του κενού
Δευτέρα, Αυγούστου 11, 2025Δεν θυμόταν πώς ακριβώς είχε γλιστρήσει μέσα στο λαβύρινθο των πτυχώσεων. Μια κίνηση στο σκοτάδι, ένα χέρι που απλώθηκε προς τη λήθη, μια στιγμή περιέργειας που έγινε παγίδα. Τώρα περπατούσε ανάμεσα σε άπειρες αναδιπλώσεις του εαυτού του που ξετυλίγονταν από αόρατες φλόγες, κι ο ήχος των βημάτων του πολλαπλασιαζόταν σαν κατηγορίες που αντηχούν στο κενό. Κάθε πτύχωση κρατούσε ένα φάκελο από φως, κι οι λέξεις ενός αόρατου δικαστή ακόμη τον καίγανε: «Πώς γίνεται να μην το έχεις παραδεχτεί νωρίτερα;»
Μα δεν το είχε κάνει συνειδητά. Ή μήπως; Ένας κρυφός σβόλος περιέργειας είχε βλαστήσει στις σπηλιές της ψυχής του χρόνια τώρα. Μικρές σιωπές, αμφίσημα ψιθυρίσματα, μισές αλήθειες που συσσωρεύονταν σαν νιφάδες στάχτης μέχρι που έγιναν βουνό. «Δεν το θυμόμουν» είχε πει στις σκιές που τον περιστοίχιζαν, κι ακόμη και στον ίδιο του ακούστηκε σαν κοίλος ήχος από σπασμένη λύρα.
Πώς να ξεχάσει κανείς τα φαντάσματα του αίματός του; Αλλά είχε θάψει τόσο βαθιά αυτές τις μνήμες στα κατώφλια του ασυνείδητου που σχεδόν πίστεψε τα δικά του ψέματα. Τώρα όλα ξεφούρνιζαν από τα σπλάχνα της γης σαν μαύρα πουλιά.
Θυμήθηκε ξαφνικά εκείνη τη στιγμή. Ένα τραπέζι φτιαγμένο από πεταλούδες και γυαλί. Πάνω του απλωνόταν ένας χάρτης χωρίς ονόματα, γεμάτος κενά τετράγωνα που περίμεναν να συμπληρωθούν. Το μολύβι στο χέρι του ήταν βαρύ σαν σίδερο. Είχε κοιτάξει το τετράγωνο που κοντοστεκόταν ενώπιόν του και είχε νιώσει τον γνώριμο κόμπο που σφίγγει τα σπλάχνα της αλήθειας. Μία κίνηση τόσο μικρή που σχεδόν δεν υπήρχε - η παράλειψη, η σιωπή, το κενό που άφησε πάνω στο χάρτη. Μα αυτή η μη-κίνηση, αυτός ο λευκός χώρος, τώρα είχε γίνει ηφαίστειο.
Τί άγχος! Οι πτυχώσεις άρχισαν να τρέμουν κι οι αναδιπλώσεις του να παραμορφώνονται. Ήταν ο σύζυγος, ο πατέρας, ο εργαζόμενος - όλες εκείνες οι μάσκες που τώρα έλιωναν σαν κερί. Αν εφαρμοστούν οι κανόνες της κοσμικής ισορροπίας, αν η αλήθεια ερευνήσει βαθύτερα, τότε ναι - είχε σταυρωθεί. Αλλά ποιοι ήταν τελικά οι κανόνες σε αυτόν τον κόσμο των ρευστών γεωμετριών; Δεν υπήρχε κάποια ελαστικότητα για την ψυχή που απλώς δεν είχε το κουράγιο να κοιτάξει το τέρας στα μάτια;
Κάπου πέρα από τις πτυχώσεις, στα σκοτεινά δωμάτια της καρδιάς του, περίμεναν οι φιγούρες που αγαπούσε. Μια σιλουέτα γυναίκας που είχε λευκάσει σαν φεγγάρι, μικρές σκιές παιδιών με μάτια μεγάλα από φόβο. Όλα καλά; Πώς να είναι όλα καλά όταν οι ίδιες του οι σκέψεις τον κυνηγούσαν σαν αγέλη αιώνιων λύκων; Όταν κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια έβλεπε εκείνο το κενό τετράγωνο, εκείνη τη στιγμή επιλογής που δεν έκανε επιλογή;
Μα ίσως αυτό να ήταν και η πύλη του. Μέσα στη σκόνη και στο αίμα αυτής της κατάρρευσης κρυβόταν κάτι άλλο. Η δυνατότητα να σταματήσει επιτέλους να τρέχει από τους δράκους του εαυτού του. Να παραδεχτεί ότι ήταν υφαντός από σκιά και φως, με χάσματα και ραγίσματα. Ότι η τελειότητα που προσπαθούσε να υποδυθεί δεν ήταν παρά μια χρυσή αλυσίδα που τον έπνιγε.
Πλησίασε τις πτυχώσεις και για πρώτη φορά μετά από αιώνες κοίταξε όλες τις αναδιπλώσεις του χωρίς μάσκα. «Συγγνώμη» είπε στη σιλουέτα που αγαπούσε περισσότερο κι η φωνή του έσπασε σε χίλια κομμάτια φωτός. «Συγγνώμη που σε κοροίδευα όλους αυτούς τους αιώνες. Συγγνώμη που κοροίδευα την ψυχή μου.» Και τότε, μέσα στον διαλυμένο αυτό λαβύρινθο, κάτι αρχίζει να υφαίνεται ξανά. Όχι με ψέματα αυτή τη φορά, αλλά με την πικρή και ωραία αλήθεια της σπασμένης πτύχωσης που αποκαλύπτει επιτέλους πραγματικό φως.
0 σχόλια