Δύο λάθη κάνουν ένα σωστό
Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2025Το καλοκαίρι μπήκε απλά, σαν ανάσα ζεστή στα παλιά δωμάτια, και το φως κύλησε στα σκαλοπάτια όπως το ρετσίνι στον κορμό, αργά και σιωπηλά. Στην αυλή, όπου κάποτε ξυπόλυτα βήματα χάραζαν δρόμους πάνω στις πλάκες, ησυχία και μια γεύση αλατιού στον αέρα, σαν να είχε μόλις επιστρέψει κάποιος από την ίδια θάλασσα όλων των ετών.
Εκεί ξεπήδησε η εικόνα της εφηβείας, σαν επιστροφή μιας απλής βεβαιότητας: κάποτε ο κόσμος ήταν ένας ορίζοντας και τίποτε άλλο. Η μνήμη δεν ήρθε με θόρυβο. Ήταν ένα χέρι που άγγιξε τον ώμο, ένα βλέμμα που γύρισε πίσω στον χρόνο χωρίς να κάνει ερωτήσεις. Τότε έγινε φανερό το πρώτο λάθος, τόσο ανθρώπινο: η αγάπη είχε αντιμετωπιστεί σαν μέτρηση και ανταπόδοση, σαν κάτι που φυλάσσεται σε σχήματα και κανόνες για να μην πληγώνει. Όμως η καρδιά δεν έμαθε ποτέ από γεωμετρίες.
Στο ίδιο φως, καλοκαίρια αργότερα, βλάστησε το δεύτερο λάθος, εκείνο που γυρίζει το κλειδί προς τα έξω. Η ζωή ζήτησε πάλι ανοιχτή πόρτα: να μπει ο αέρας από τη θάλασσα, να περάσει ο ήλιος, να ακουστούν τα βήματα χωρίς ημερολόγιο. Δύο λάθη τότε συναντήθηκαν και έφτιαξαν μια μικρή ισορροπία: το πρώτο που έκλεισε το παράθυρο από φόβο, το δεύτερο που το άνοιξε από ανάγκη. Στο ενδιάμεσο, μια αλήθεια ήρεμη, σχεδόν αυτονόητη, σαν σκιά δέντρου το μεσημέρι.
Το δειλινό χρύσωσε τους τοίχους, και οι παλιές γρατζουνιές έμοιαζαν με δρόμους που οδηγούσαν ξανά σε καλοκαιρινή αίσθηση νοσταλγίας και αισιοδοξίας. Το μέλλον απλωνόταν πάλι σαν θάλασσα χωρίς σύνορα, όχι γιατί έγινε απλό, μα γιατί έπαψε να ζητά αποδείξεις. Οι φόβοι ζεστάθηκαν και έλιωσαν, οι απογοητεύσεις έσπασαν σαν κέλυφος, αφήνοντας να πετάξουν έξω μικρές, ελαφριές πεταλούδες.
Έτσι στάθηκε η στιγμή σαν μια καθαρή σελίδα με αλάτι στην άκρη, και οι τσέπες γέμισαν με ταπεινές βεβαιότητες: ότι η αθωότητα δεν είναι αφέλεια, ότι η επιμονή να πιστεύεις είναι ένας τρόπος να θυμάσαι. Δύο κινήσεις της καρδιάς κάποτε ενώθηκαν - η μία που φοβήθηκε και η άλλη που τόλμησε - και γέννησαν φως, όχι εκτυφλωτικό, αλλά εκείνο το απαλό που κάνει τα πράγματα να μοιάζουν όπως ήταν όταν τα πρωτοείδες.
Τα καλοκαίρια θα συνεχίσουν να ανασαίνουν κάτω απ' τις μουριές, και ο χρόνος θα περνάει χωρίς βιασύνη. Η νοσταλγία δεν θα ζητά τίποτα περισσότερο: μόνο τον ήχο των βημάτων στην αυλή, το νερό που στάζει από τα μαλλιά μετά τη βουτιά, την αίσθηση πως ό,τι χάθηκε ξέρει τον δρόμο της επιστροφής. Κι έτσι, τα δύο λάθη θα κρατούν ισορροπία μεταξύ τους και θα στήνουν μια μικρή γέφυρα πάνω από τα παλιά ποτάμια. Σαν να ήταν αυτό από πάντα το σχέδιο.
0 σχόλια