Η παγίδα της απουσίας
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 01, 2025Στην αρχή υπήρχε λίμνη—ή καθρέφτης, ίσως επιφάνεια χωρίς ουρανό και βάθος. Εκεί επέπλεε, ανάμεσα σε νερό και αέρα, κι ανάμεσα στους κυματισμούς αναδύονταν σχήματα που έμοιαζαν με γράμματα, πότε σαν ρίζες, πότε σαν αποσιωπητικά. Ένιωθε να είναι εκεί το μόνο σταθερό πράγμα. Οριακά βασιλιάς ενός βασιλείου από χάσματα- σκιά που δίνει φως στο περίγραμμα χωρίς να το γεμίζει. Ό,τι κι αν άγγιζε, θόλωνε. Ό,τι και να σκεφτόταν, παγιδευόταν στην αντήχηση.
Γύρω του τοπίο ακαθόριστο, αιωνίως μεταβαλλόμενο—μία φλέβα φωτός, ένα ραγισμένο βουνό που στροβιλίζεται και γίνεται γέφυρα, κόκκοι άμμου που βουίζουν με φωνές από όνειρα άλλων. Πότε το τοπίο αυτό του ανήκε, πότε τον απέρριπτε, πάντοτε όμως αυτός όριζε τα σύνορά του. Δεν είχε όνομα, μόνο ιδιότητες: εκείνος-που-κρατά-απόσταση, εκείνος-που-ντύνει-τη-μοναξιά-με-νόημα, εκείνος-που-κρύβει το πρόσωπό του χωρίς να το χάνει.
Τα είδωλα γύρω του δεν είχαν σώμα. Φώτα, ήχοι, ψίθυροι περιφέρονταν ασώματοι, κυκλώνοντας τον άλλοτε σαν άνεμος, άλλοτε σαν απαλή σκόνη. Μεταμόρφωνε τις φωνές τους σε σημεία, σε μυστικά σύμβολα. Κανένας δεν ήθελε πραγματικά να τον αγγίξει—ή μήπως αυτός απαγόρευε το άγγιγμα πριν ακόμη γεννηθεί η επιθυμία; Όλα πάγωναν πριν ανθίσουν, όλα αντηχούσαν σαν χτύπος σε κενή κοιλότητα.
Στο ενδιάμεσο του χρόνου, ενός χρόνου που έρρεε σε ρυθμούς υπόγειου ποταμού, μια χαραμάδα άνοιξε στο πλέγμα του κόσμου. Δεν ήξερε αν ήταν αναπνοή ή κάλεσμα, εσωτερικός ίσκιος ή βουβή κραυγή. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το πότε ακριβώς, ή πόσο καιρό τον πήρε, βγήκε από τον εαυτό του, ή καλύτερα βυθίστηκε μέσα του, όπως βυθίζεται κανείς σε κρύα κατάδυση όπου δεν χωράει αναμονή. Εκεί τον περίμεναν παλιά προσωπεία—παλιά, ξεχασμένα ρούχα ψυχής, όταν ακόμη όλα τα πρόσωπα έτειναν στο ένα.
Σε κάθε βήμα, το χώμα από κάτω του άλλαζε σύσταση και άφηνε χνάρια που εξαφανίζονταν πριν καν συμβούν. Τα φώτα του αλλόκοτου τοπίου θάμπωναν τις άκρες των πραγμάτων, τις έκαναν αμυδρές όπως αμυδρές είναι οι ιδέες λίγο πριν συλληφθούν. Όποτε έτεινε να βουτήξει στις ραγισμένες πηγές της μνήμης, τον σταματούσε ένας γυάλινος τοίχος—σαν περίγραμμα προσώπου που αρνείται να πάρει σάρκα.
Ο ίδιος δεν γνώριζε αν ήταν παρατηρητής ή παρατηρούμενος. Οι κινήσεις της σκέψης του έμοιαζαν με ημιδιάφανα πέπλα που μετατοπίζονται από ριπές αέρα. Να πώς βίωνε εκείνο το μυστικό της αναδίπλωσης: κάθε νέα αυτοπροστασία γινόταν τείχος, κάθε ωραία άρνηση ρίζωνε στον πυρήνα σαν σπόρος που δεν θα ανθίσει ποτέ. Το «μέσα» και το «έξω» σβήνανε στ’ άκρα τους.
Άλλες πάλι φορές αναδύονταν μορφές δίπλα του—φιγούρες χωρίς ιστορία, νερό που έλαμπε χωρίς να καθρεφτίζει. Τον προσκαλούσαν σιωπηλά: Ένα χέρι που ανοιγόταν, μια μάσκα που έπεφτε χωρίς ποτέ να βρει αληθινό δέρμα από κάτω. «Εδώ μπορείς να αγγίζεις χωρίς να πληγώνεις», φάνταζε να του ψιθυρίζουν. Κι ωστόσο κάθε γέφυρα που πήγαινε να χτιστεί διαλυόταν σε μίγμα παραδείσου και σκόνης.
Σε μια κατάδυση, άρχισε να διακρίνει ότι αυτό που νόμιζε για «έλεγχο» ήταν απλώς υφαντό από φόβο—ήσυχο, παγωμένο. Οι λέξεις του, κάποτε φίλοι, τώρα γίνονταν φύλακες: τον κράταγαν εκτός τυφώνος μα και εκτός βροχής. «Ό,τι δεν εκτίθεται, δεν αλλάζει» αντηχούσε μια φωνή δίχως στόμα, ραγίζοντας τα νοητά του πλαίσια. Και το νοητό ήταν, εδώ, η μόνη ύλη.
Σε γιορτές ανύπαρκτες, σε υφάσματα παλίρροιας και ξερού ανέμου, ένα ερώτημα στροβιλιζόταν: Αν φύγεις από τον εαυτό σου, γίνεσαι πιο αληθινός ή απλώς χάνεσαι σε περισσότερες όψεις; Σα να είχε μετατραπεί σε μια ομίχλη που αγκαλιάζει το άυλο, μια σκιά που πλάθεται μέσα από άλλες σκιές. Ήταν ξεκάθαρο, δεν υπήρχε νίκη ή ήττα, μόνον εξάντληση- μια ήσυχη πτώση σ’ ένα πεδίο άναρχο, όπου κάθε σύνορο είναι υπόθεση ονειροπόλου.
Κάθε φορά που πλησίαζε ένας καινούριος ορίζοντας, τον τύλιγε λεπτός αέρας λήθης. Ξεχνούσε γιατί ξεκίνησε, θυμόταν μόνο το βάρος της ελαφρότητας. Ώσπου κάποια στιγμή αναγκάστηκε να παραδεχτεί: η μεγαλύτερη αυτοπροστασία είναι η πιο βαθιά απώλεια. Η απόσταση, που σε κρατά ακέραιο, σε ληστεύει ταυτόχρονα από όλα τα αχαρτογράφητα φως.
Τα είδωλα πλέον μιλούσαν σ’ ένα ακατάληπτο ιδίωμα, τραγούδι δίχως νόημα και χωρίς τέλος. Τα όρια εξαφανίζονταν, και ανάμεσα στα ρυάκια του αλλόκοτου κόσμου του, έμεινε ένα μόνο άγγιγμα: Σαν θρόισμα φωτός ή σαν κορδόνια ομίχλης, σαν άγγιγμα άνεμου σε δέρμα που δεν ξέρει αν είναι ανθρώπινο πια.
Έμεινε να αμφιρρέπει, διαρκώς στο σύνορο. Και σ’ αυτή την αμφιρρέπεια αναγνώρισε, κάποτε, τον εαυτό του να στροβιλίζεται—όχι πια ως εγώ που προστατεύεται, αλλά ως ένας ρυθμός που, αφήνοντας να τον αγγίξει το απρόσκλητο, διαστέλλεται σε άπειρες μορφές, καταπίνοντας το βάρος όλων των λέξεων στο φως μιας πρώτης σιωπής.
0 σχόλια