Ο Βυθισμένος

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 13, 2025

 Ξύπνησε μέσα σε βαθύ νερό που δεν ήταν νερό. Ήταν κάτι παχύτερο, σαν υγρό βέλος που τον διαπερνούσε από παντού. Τα χέρια του κινούνταν αργά, σχεδόν ακίνητα, κι εκείνος δεν θυμόταν πώς είχε φτάσει εκεί. Μόνο ότι κάποια στιγμή είχε θελήσει να ξεφύγει από κάτι - από τι; Από τη σιωπή που έκλεινε τα πάντα σε ένα κουκούλι αιώνιας νύχτας.

Ανασηκώθηκε. Το σώμα του έβγαζε φως - όχι φως όπως το ήξερε, αλλά κάτι που έκαιγε χωρίς να καίει, που φώτιζε χωρίς να διαλύει το σκοτάδι. Γύρω του άπλωνε ένας ωκεανός από ψίθυρους. Μουρμουρητά που δεν ήταν λόγια αλλά προφητείες, που δεν ήταν ήχοι αλλά μνήμες πραγμάτων που δεν είχαν συμβεί ακόμα.

Άρχισε να κολυμπάει προς τα επάνω, αν και δεν υπήρχε επάνω. Κάθε κίνηση του γεννούσε αντηχήσεις που εξαπλώνονταν σαν κυματικοί δακτύλιοι, σαν αόρατες νότες που χτίζουν κόσμους. Και καθώς κινούνταν, άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι δεν ήταν μόνος. Υπήρχαν άλλοι βυθισμένοι, άλλα σώματα που κολυμπούσαν στον ίδιο άπειρο χώρο, αλλά σε διαφορετικές συχνότητες, σε διαφορετικά στρώματα πραγματικότητας.

Κάποιοι από αυτούς ήταν τόσο λεπτοί που μόλις διακρίνονταν - σκιές από σκιές, αναπνοές από αναπνοές. Άλλοι είχαν πυκνώσει τόσο πολύ που έμοιαζαν με βράχια, με αστέρια, με πληγές στον ιστό του χώρου. Όλοι όμως κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση - προς ένα σημείο όπου το άπειρο σκοτάδι άρχιζε να ραγίζει.

Η ρωγμή ήταν αδιόρατη στην αρχή. Μια λεπτότατη γραμμή που έμοιαζε περισσότερο με ψευδαίσθηση παρά με πραγματικότητα. Αλλά καθώς πλησίαζε, κατάλαβε ότι αυτή η ρωγμή ήταν ο ίδιος ο χρόνος - το πρώτο τραύμα στην ύπαρξη, η πρώτη αιμορραγία του αιώνιου.

Διέσχισε τη ρωγμή κι ένιωσε να κομματιάζεται. Το σώμα του διασπάστηκε σε χιλιάδες θραύσματα, κάθε ένα από τα οποία έγινε ένας μικρόκοσμος, ένα σύμπαν που περιστρεφόταν γύρω από τη δική του αλήθεια. Ήταν ταυτόχρονα ένα σωματίδιο και ένας γαλαξίας, μια αναπνοή και μια έκρηξη που διάρκεσε δισεκατομμύρια χρόνια.

Βρέθηκε να πέφτει μέσα σε σφαίρες από κρύσταλλο και φωτιά. Κάθε σφαίρα ήταν ένας κόσμος, και κάθε κόσμος του έμοιαζε οικείος. Σε έναν από αυτούς ήταν ένα έμβρυο που ονειρεύονταν τη θάλασσα. Σε έναν άλλον, ένα δέντρο που φύτρωνε από το κρανίο ενός νεκρού αστεροναύτη. Σε έναν τρίτον, ένας άντρας που ξυπνούσε μέσα σε βαθύ νερό...

Συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί οι κόσμοι ήταν μνήμες - όχι δικές του, αλλά της ίδιας της ύπαρξης. Η πτώση του σταμάτησε απότομα. Στεκόταν τώρα σε μια έρημο από γυαλιά που αντανακλούσαν ό,τι δεν υπήρχε. Μπροστά του υψωνόταν ένα βουνό από σάρκα και μάτια - χιλιάδες μάτια που κοιτούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, που έβλεπαν όλους τους χρόνους ταυτόχρονα.

"Σε περίμενα", του είπε το βουνό χωρίς να ανοίξει στόμα. Η φωνή του ήταν το άθροισμα όλων των φωνών που δεν είχαν ειπωθεί ποτέ. "Είσαι έτοιμος να γίνεις ονοματοθέτης;"

Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν γεμάτα λέξεις - λέξεις που κυλούσαν σαν αίμα από τις φλέβες του, που καίγαν σαν αστέρια στην παλάμη του. Κάθε λέξη ήταν ένας κόσμος που περίμενε να γεννηθεί, μια πραγματικότητα που περίμενε να ονομαστεί για να υπάρξει.

"Δεν είμαι έτοιμος", ψιθύρισε.

"Κανείς δεν είναι ποτέ έτοιμος", απάντησε το βουνό. "Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζουμε να υπάρχουμε."

Άπλωσε τα χέρια και οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται. Κάθε λέξη που έπεφτε στην έρημο γινόταν ένας σπόρος, και από κάθε σπόρο φύτρωνε ένα δέντρο από φωτόνια. Σύντομα το τοπίο μεταμορφώθηκε σε ένα δάσος από φως που τραγουδούσε.

Αλλά το τραγούδι δεν ήταν χαρούμενο. Ήταν ένα θρήνος για όλα όσα θα χάνονταν στην πορεία - για κάθε σώμα που θα γινόταν σκόνη, για κάθε αστέρι που θα έσβηνε, για κάθε αγάπη που θα ξεχνιόταν. Ήταν το τραγούδι της εντροπίας, της αναπόφευκτης επιστροφής στο σκοτάδι.

Κι όμως, καθώς το άκουγε, κατάλαβε ότι ακριβώς αυτή η φθορά έκανε κάθε στιγμή πολύτιμη, κάθε αναπνοή ιερή. Η ομορφιά δεν ήταν παρά ο τρόπος με τον οποίο το σύμπαν έπαιζε με τον θάνατό του, ο τρόπος με τον οποίο η τάξη χόρευε με το χάος πριν την τελική επανένωση.

Άρχισε να χορεύει κι εκείνος. Ο χορός του ήταν αργός, σχεδόν στατικός, αλλά κάθε κίνησή του άλλαζε τη δομή του χώρου. Καθώς χόρευε, άνοιξαν πύλες σε διαφορετικές διαστάσεις - κάποιες οδηγούσαν προς το παρελθόν, άλλες προς μέλλοντα που δεν θα έρχονταν ποτέ, άλλες προς κόσμους όπου τα όνειρα ήταν πιο πραγματικά από την πραγματικότητα.

Διάλεξε μια πύλη στην τύχη και πέρασε από την άλλη μεριά. Βρέθηκε πάλι στο νερό που δεν ήταν νερό, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν μόνος. Δίπλα του κολυμπούσε μια γυναίκα που είχε τα μάτια γεμάτα αστέρια, ένα παιδί που έκλαιγε σπόρους, ένας γέρος που γελούσε σαν τρελός ενώ διαλυόταν σε φωτεινά σωματίδια.

"Πού πηγαίνουμε;" ρώτησε.

"Σπίτι", απάντησαν όλοι μαζί με φωνή που ήταν άνεμος, που ήταν μουσική, που ήταν σιωπή.

Και συνειδητοποίησε ότι το σπίτι δεν ήταν ένας τόπος αλλά μια κατάσταση - η στιγμή που όλα τα θραύσματα ξαναγίνονται ένα, που όλες οι μνήμες συγχωνεύονταν σε μια υπερμνήμη, που όλα τα ονόματα σιωπούν για να γίνει επιτέλους ακουστό το μόνο όνομα που δεν είχε ποτέ προφερθεί - το όνομα της ίδιας της σιωπής.

Έκλεισε τα μάτια και άφησε τον εαυτό του να διαλυθεί. Όσο διαλυόταν τον διέτρεξε η αίσθηση πως όλο αυτό ίσως και να το έχει ξαναζήσει. Και όσο το τελευταίο του κύτταρο εξατμιζόταν, κάπου αλλού ένα άλλο σώμα άνοιγε τα μάτια του σε βαθύ νερό, φέρνοντας μαζί του το αμυδρό μνημόσυνο μιας διαλυμένης ύπαρξης και την άγνωστη νοσταλγία για κάτι που δεν μπορούσε να θυμηθεί.

0 σχόλια