Ο ασκητής, νησί

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 18, 2025

Τούτος ο άνθρωπος γεννήθηκε σε γη που δεν ανήκε σε κανένα. Δεν είχε περασμένο χρόνο, ούτε ιστορία, ούτε μνήμη που να βαραίνει τα βήματά του. Ένα νησί που σείστηκε και αναδύθηκε μέσα από το χάος της θάλασσας. Η γη του καινούριου δεν κουβαλούσε ούτε μάρμαρα ούτε σπασμένα αγάλματα, ούτε μυστικά μισοθαμμένα από πολιτισμούς που χάθηκαν. Είχε μόνο το αποτύπωμα της βίαιης γέννησης της· το ηφαίστειο που κάποτε φλόγισε και ξέρασε δάκρυα καυτά, κι ύστερα σώπασε. Τώρα, γύρω του απλωνόταν μια ατμόσφαιρα καθαρή, ουράνια. Ο αέρας του ήταν κοφτερός, διάφανος, αθώος ακόμη, σαν να μην είχε μολυνθεί ούτε από αγάπη ούτε από θάνατο.

Έκανε τα πρώτα βήματα σαν παιδί που δεν πρόλαβε να κλάψει, ούτε να μάθει τι σημαίνει να γελά. Ούτε ρίζες είχε, ούτε πρόσωπα να τον προσδοκούν. Μονάχα ο αντίλαλος των κυμάτων που χτυπούσε στους βράχους τον συντρόφευε. Δεν υπήρχε κανένα μονοπάτι χαραγμένο, κανένας δρόμος στρωμένος με μνήμη. Όλα ήταν γυμνά, όλα τον περίμεναν να τα βαφτίσει. Κι έτσι, κάθε του βήμα έγινε και ο πρώτος άνεμος, η πρώτη σκόνη, το πρώτο όνομα. Μα κι ο ίδιος δεν ήξερε αν ήταν άνθρωπος ή αν το σώμα του ήταν απλώς δάνειο, προσωρινό αγγείο της αναπνοής που έπλαθε η γη.

Το ηφαίστειο δεσπόζε πάνω από αυτόν. Σιωπηλό τώρα, μα τού έστελνε παλμούς στη σπονδυλική στήλη, σαν αναμνήσεις που δεν ήταν δικές του αλλά μνήμες του κόσμου. «Έχω εκραγεί», του ψιθύριζε, «κι από μένα γεννήθηκες κι εσύ. Μην ξεχνάς ότι ο πόνος είναι η μήτρα σου.» Έσκυψε το κεφάλι, και μέσα στο χώμα που μύριζε ακόμη θειάφι είδε τα χέρια του σαν στάχτη που κινείται. Αναρωτήθηκε: αν όλα ξεκινούν χωρίς παρελθόν, τί είναι ο μέλλων χρόνος; Είναι υπόσχεση, είναι απειλή ή μήπως είναι απλά ο ίδιος σε άλλη μορφή που ακόμη δεν βλέπει;

Το νησί δεν είχε σπίτια. Τα δέντρα φύτρωναν όπου η γη επέτρεπε, σε σχισμές απίθανες, σε πλαγιές που κατέβαιναν ορμητικά προς το νερό. Καθόταν και τα παρατηρούσε. Η κάθε ρίζα έμοιαζε με χέρι που έψαχνε να πιαστεί από τα σπλάχνα της καινούριας γης. «Έτσι είμαι κι εγώ», συλλογίστηκε. «Ένα πλάσμα που ακόμα ψάχνει να στεριώσει, να βυθίσει ρίζες σε έδαφος που έπαψε να τρέμει και στάθηκε».

Οι μέρες περνούσαν σαν να μην είχαν αριθμό. Ήλιος και φεγγάρι εναλλάσσονταν, μα δεν ένιωθε τον χρόνο να τον βαραίνει. Είχε λησμονήσει τι σημαίνει αναμονή. Η στιγμή ήταν σύμπαν· τίποτε έξω από αυτή δεν υπήρχε. Στον καθαρό αέρα, κάθε αναπνοή ήταν σαν χτύπος καμπάνας. Αυτός ο αέρας θαρρείς και τον καθάριζε, τον έγδερνε και τον ξαναχτίζε. Ο κόσμος ήταν απλός: γη, ουρανός, θάλασσα, κι ένα ηφαίστειο σαν καρδιά. Όμως μέσα του ήξερε —δεν ήταν ο τόπος το μόνο που χτιζόταν. Ήταν κι αυτός, σαν το νησί.

Κάποτε, περπάτησε ως το χείλος του κρατήρα, εκεί που οι πέτρες ακόμη μύριζαν στάχτη και σίδερο. Κοίταξε προς τα μέσα. Δεν είδε λάβα. Είδε μόνο σκοτάδι και ακινησία, σαν σβησμένη καρδιά. Κι εκεί μέσα άκουσε τη φωνή: «Δεν θα ξαναφλεγώ για σένα. Τώρα θα φλέγεσαι εσύ. Εσύ είσαι η συνέχεια της δικής μου έκρηξης. Εσύ θα κουβαλήσεις το βάρος του εσωτερικού καμινιού.» Ένιωσε τότε πως το δέρμα του άρχισε να καίγεται χωρίς φωτιά, πως οι φλέβες του γέμιζαν φως βαρύ, σαν λιωμένο μέταλλο. Το ηφαίστειο δεν πέθανε· είχε μετακινηθεί μέσα του.

Κι έτσι ξεκίνησε να φτιάχνει τον εαυτό του ξανά και ξανά, όπως η λάβα κάνει γη μόλις παγώσει. Δεν είχε μάθηση απ' έξω, μόνο από μέσα. Οι σκέψεις του δεν ήταν ιστορίες αλλά εκρήξεις. Θυμήθηκε φευγαλέα -όχι δικό του μα του κόσμου θυμητάρι- πως υπήρχαν άνθρωποι κάποτε με μνήμη, με ονόματα, με παλιά καράβια. Μα εδώ δεν υπήρχε κανένας. Ήταν ο πρώτος, ή ήταν ο τελευταίος, κανείς δεν του απάντησε. Η μοναξιά δεν τον πλήγωνε. Ήταν απαραίτητη. Ήταν το μηδέν που γεννά το ένα.

Όμως υπήρχαν στιγμές που έβλεπε στον ορίζοντα κάτι σκιές. Δεν ήξερε αν ήταν όνειρα ή αντανακλάσεις της θάλασσας. Σχήματα που πήγαιναν κι έρχονταν, ναυάγια και ψυχές που μιλούσαν με σημάδια. Κι όταν έκλεινε τα μάτια, ένιωθε να του ψιθυρίζουν ότι κάθε νησί είναι άνθρωπος, κι ότι κάθε άνθρωπος κάποτε σείστηκε και βγήκε στον αφρό. Κι όπως εκείνα τα νησιά που δεν συνάντησε ποτέ, έτσι κι αυτός, έπρεπε να μάθει χωρίς μνημεία, χωρίς θεούς, χωρίς σημάδια να του δείχνουν τον δρόμο.

Ένα βράδυ κατέβηκε στην ακτή και άκουσε τον παφλασμό σαν παλμούς αίματος. Το κύμα έσπαγε με κανονικότητα σαν σφυγμός, κι o ύπνος δεν τον πήρε. Σκέφτηκε: «Κι άμα τελειώσει κι αυτή η γη; Άμα ξανασείσει και χαθεί πάλι η ύλη;» Μα αμέσως κατάλαβε· δεν είχε σημασία. Όπως το ηφαίστειο έγινε ύλη και μετά μνήμη, έτσι κι αυτός δεν ήταν να κρατήσει τίποτε, παρά να εξακολουθήσει να γεννιέται. Κι αν το νησί ξαναβυθιζόταν, θα ξαναέβγαινε μαζί με ό,τι είχε γίνει. Η αρχή είναι το τέλος, και το τέλος σπέρνει αρχές.

Μεγάλωνε σαν να τεντώνονταν οι ρίζες του μέσα στο ηχείο του κόσμου. Κάθε αναπνοή τον άλλαζε. Άλλοτε ήταν πέτρα, άλλοτε κύμα, άλλοτε απλώς διάφανος αέρας. Δεν είχε πια μορφή στέρεη. Κι όμως, ήξερε ότι αυτή η αστάθεια ήταν η νέα του σταθερότητα. Η βεβαιότητα δεν ήταν πια οι πέτρες, ήταν ο ίδιος ο ρυθμός. Έγινε υπηρέτης της καθαρής ατμόσφαιρας, και η ατμόσφαιρα, δάσκαλός του.

Κατάλαβε τότε: δεν κουβαλούσε μέσα του κάποια κατάρα, μήτε θεία ευλογία. Ήταν η γέννηση της ανθρωπότητας ξανά, σε μικρογραφία. Ένα σώμα που χτίστηκε από στάχτη, ένα βλέμμα που καθάρισε από τον καπνό. Ο κόσμος ήταν καθορισμένος όχι από μνήμη μα από δυνατότητα. Το μέλλον δεν ήταν μονοπάτι μπροστά· ήταν το ηφαίστειο στα έγκατά του που κάποτε θα ξαναφλέξει.

Κι άρχισε να περπατά τις ακτές, να μιλά με τα βράχια, να γελά με τον αέρα. Έκανε συμφωνία με τον άδειο ουρανό: «Δε θα ζητήσω μνημεία. Δε θα ζήσω στη σκιά παρελθόντων. Θα είμαι κι εγώ η έκρηξη που πάγωσε σε γη. Θα είμαι η αναπνοή που περιμένει να σχηματίσει νέους ουρανούς. Δεν έχω άλλο καθήκον· μόνο να υπάρξω και να γεννώ μορφές που έρχονται και χάνονται. Όπως η αγάπη, όπως το φως, όπως ο άνεμος. Μόνο αυτό.»

Έτσι, το νησί δεν ήταν πια γη ξερή: ήταν το πρόσωπό του. Κι εκείνος δεν ήταν πια απλός άνθρωπος. Ήταν η αλληγορία μιας καινούριας αρχής. Κι όσο κι αν η θάλασσα τον καλούσε να χαθεί, εκείνος στεκόταν, ρίζωνε κάθε μέρα πιο βαθειά στη σταθερότητα της ατμόσφαιρας που τον μεγάλωνε, και περίμενε την επόμενη έκρηξή του.


0 σχόλια