Εδώ, στο άδειο που γεμίζει
Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2025Μπήκε σε έναν δρόμο που δεν είχε ονόματα, ούτε πινακίδες, μόνο σκιές που άλλαζαν θέση χωρίς να τις μετακινεί ο ήλιος. Τα βήματά του έμοιαζαν άδεια, σαν να μην άφηναν σημάδι στην άσφαλτο, σαν να ξεχνιόντουσαν αμέσως μόλις ακούγονταν. Κι όμως, κάπου στο βάθος, υπήρχε μια μικρή αυταπάτη ότι τον περίμενε κάποιος· ένας φίλος από παλιά, ένα πρόσωπο που θα έπρεπε να του θυμίσει γιατί προσπαθεί, γιατί δεν τα πέταξε όλα. Μα όταν στράφηκε στο σχήμα εκείνο που νόμιζε ανθρώπινη μορφή, αντίκρισε μόνο σιωπή τυλιγμένη σε θολό φως. Δεν ήταν κανείς. Ήταν η μνήμη μιας προσδοκίας, τίποτε άλλο. Η βαρύτητα της παρουσίας που πίστευε πως θα τον κρατήσει όρθιο αποκαλύφθηκε κάλπικη, σαν φύλλο χρυσού που θρυμματίζεται μόλις το αγγίξεις.
Δεν το έδειξε αμέσως. Προχώρησε λίγο ακόμη, παρότι τα χέρια του φάνταζαν ξένα και τα πόδια του βαριά. Οι λέξεις που κάποτε κυλούσαν από μέσα του είχαν σωπάσει, αφήνοντας μόνο σκόνη στη γλώσσα. Σκέφτηκε να σταθεί, να εγκαταλείψει το μισό του σώμα στο πεζοδρόμιο και να ζήσει μόνο με την ανάμνηση του άλλου μισού. Αλλά κάπου ανάμεσα στην ασφυξία και στη λήθη, ένιωσε ότι εξακολουθούσε να αναπνέει. Η μικρή αυτή ανάσα, άχρωμη και άηχη, έμοιαζε να είναι κάτι περισσότερο απ’ ό,τι άφησαν πίσω τους οι σκιές. Σχεδόν τυχαία, αλλά επίμονα, η μία αναπνοή συνέχισε την άλλη. Κι έμοιαζε μέσα σε αυτή τη μικρή λειτουργία να υπάρχει μια υπόσχεση. Όχι από κάποιον απέξω, αλλά από μέσα.
Το σώμα του δεν ζητούσε πια αναγνώριση, δεν περίμενε χειροκροτήματα για να βεβαιωθεί ότι υπάρχει. Ακόμα κι αν οι μορφές των ανθρώπων που νόμιζε συνοδοιπόρους είχαν χαθεί, ανακάλυπτε ότι μια μυστική δύναμη τον συντηρούσε. Κάθε μικρή κίνηση των πνευμόνων του ήταν μια απάντηση στον φόβο. Τα χέρια του, που άγγιξαν το κρύο κάγκελο μιας πόρτας, έγιναν τα χέρια που τον θυμούνται και τον αναγνωρίζουν. Ίσως εκεί να άρχιζε να σπάει ο δεσμός με τα τεχνάσματα. Ίσως εκεί να είχε αρχίσει η αργή αλλά σταθερή επιστροφή.
Ωστόσο το τέλος δεν ερχόταν εύκολα. Μπροστά του ξεδιπλωνόταν ένα πλήθος από μονοπάτια. Όλα έμοιαζαν ίδια, γεμάτα με πρόσωπα σβησμένα που του έγνεφαν δίχως μάτια. Είχαν μεγαλώσει μαζί του από την πρώτη στιγμή της ανάγκης, εκείνη που ζητά επιβεβαίωση, που μετράει την αξία με σύγκριση και όρους νίκης. Οι φιγούρες χαμογελούσαν με χείλη χωρίς σάρκα και τον έσπρωχναν να τις ακολουθήσει. Ένιωσε για μια στιγμή να χάνεται ξανά, να πνίγεται σε κύκλους όπου η ανάγκη επιβεβαίωσης γίνεται φυλακή. Κάθε φορά που γύρευε «μπράβο», έβλεπε το «μπράβο» να μεταμορφώνεται σε κενό στόμα, σε κραυγή δίχως ήχο. Σαν εφιάλτης που ντύνεται συνεχώς με νέα ρούχα, τα οποία όμως κρύβουν την ίδια γύμνια.
Η στιγμή της κρίσης δεν ήρθε με σαφήνεια αλλά με ένα απλό τίναγμα αναπνοής. Σαν κάτι μέσα του να είπε: «Μην περιμένεις άλλα. Δεν θα σε σώσουν.» Τότε θυμήθηκε μια μικρή πρόθεση, σχεδόν παιδική, που κάποτε την είχε εγκαταλείψει. Η πρόθεση να περπατήσει, ακόμα κι αν δεν ήταν κανείς εκεί να χειροκροτήσει τον ρυθμό των βημάτων του. Έκανε μια μικρή πράξη –σήκωσε ένα φύλλο σκονισμένο και το άφησε να αιωρηθεί ξανά στον αέρα. Δεν είχε μάρτυρα· κι όμως η στιγμή γέμισε με την πλήρη παρουσία της. Σταδιακά, οι ψεύτικες μορφές άρχισαν να ξεθωριάζουν, και αυτό που απέμεινε δεν ήταν απόγνωση, αλλά ένας πυρήνας σιωπηλής σταθερότητας. Ένα «εδώ».
Μετά από καιρό –ίσως μετά από αιώνες μέσα σε μια στιγμή– κατάλαβε ότι όλη η αλυσίδα των ψευδαισθήσεων στηριζόταν σε ένα και μόνο ελάττωμα: την πίστη ότι χρειάζεται κάποιον έξω να του πει ότι υπάρχει. Τώρα το αίσθημα αντεστράφη. Δεν είχε καμία σπουδαιότητα αν οι άλλοι απουσίαζαν. Είχαν υπάρξει μόνο ως εκδοχές του εαυτού του, αντανάκλαση της επιθυμίας του για νόημα. Όμως το νόημα δεν ήταν εκεί, δεν ήταν ποτέ εκεί. Το «μπράβο» που ζητούσε είχε καταρρεύσει σαν τοπίο που αποδεικνύεται ζωγραφισμένο σε πέτρινο τοίχο. Ο φαύλος κύκλος έσπαγε, όχι με θόρυβο αλλά με ηρεμία.
Ήταν σαν να μεταμορφώνονταν οι σκιές στο φως της ίδιας του της προσοχής. Το σκοτάδι αποσύρθηκε και ο ίδιος βρέθηκε να στέκεται σ’ ένα κενό πιο γεμάτο από κάθε πλήθος. Το κενό ήταν ζωντανό, γιατί παλλόταν από το κύμα των πνευμόνων του, από εκείνη τη μικρή πρόθεση να ζει, από την πράξη του να σταθεί έστω για ένα δευτερόλεπτο ακέραιος. Μέσα στο κενό είδε τον ίδιο τον κύκλο να κλείνει, όχι σαν φυλακή αλλά σαν ολοκλήρωση, σαν επάνοδος της ψυχής στον εαυτό της. Έξω δεν υπήρχε σωτηρία, αλλά μέσα υπήρχε ολόκληρο το σύμπαν που τώρα τον γέμιζε.
Προχώρησε ξανά και το στενό μονοπάτι δεν είχε πια τον τρόμο της άγνοιας. Οι φιγούρες που άλλοτε έμοιαζαν σπουδαίες άρχισαν να εξαϋλώνονται. Ήταν σαν να μαδούσε ένα παλιό ρούχο που φόραγε χρόνια και μόλις τώρα κατάλαβε την ασημαντότητά του. Όσοι «σημαντικοί» έλειπαν ήταν μόνο ονόματα σε σβησμένο χειρόγραφο. Δεν υπήρχε βάση στην υπόσχεση που έφεραν. Το μόνο σταθερό ήταν η μικρή πηγή μέσα του. Κι όσο την ακολουθούσε, τόσο πιο πολύ η αίσθηση της μοναξιάς μεταμορφωνόταν σε αγκαλιά. Από φόβο σε παρουσία. Από έλλειψη σε πληρότητα.
Τελικά κατάλαβε ότι ποτέ δεν υπήρξε αναγνώριση ικανή να σώσει. Ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, όσο κι αν φώναζαν ή χειροκροτούσαν, στο τέλος όλα έλιωναν στον ίδιο ήχο της εκπνοής. Μόνο εδώ, με την ανάσα, την πρόθεση και την πράξη, υπήρχε κάτι που δεν τον άφηνε. Και το κράτησε σαν παλμό ιερό, σαν μυστικό που δεν χρειάζεται καμία επιβεβαίωση. Δεν έψαχνε πια τον κόσμο για να τον αναγνωρίσει. Έψαχνε τον εαυτό μέσα στον κόσμο. Και τον βρήκε.
0 σχόλια