Ο κήπος των αληθειών

Σάββατο, Οκτωβρίου 04, 2025

Κάθισε στο κέντρο του κήπου και η ανάσα του ακολούθησε τον ρυθμό των φύλλων που ταλαντεύτηκαν στον αέρα. Έμεινε ήρεμος, τόσο ήρεμος που ένιωσε τον άξονά του να διαπερνά τη γη και να φτάνει στα άστρα, μια κάθετη γραμμή φωτός που τον κρατά ακλόνητο. Κι όμως, κάπου βαθιά στο στήθος του, μια παλιά πληγή έσφιγγε με ρυθμό δικό της, ένας πόνος που δεν ήξερε πότε γεννήθηκε αλλά ήξερε πως τον ακολουθούσε σαν σκιά που έμαθε να χορεύει μαζί του.

Άφησε τα χέρια του να ξεκουραστούν στα γόνατα, τις παλάμες ανοιχτές προς τον ουρανό σαν δύο κούπες έτοιμες να δεχτούν τη βροχή. Δεν προσπάθησε να διώξει τίποτα. Δεν θέλησε να κρατήσει κάτι. Απλώς στάθηκε εκεί, στο σημείο όπου συναντήθηκαν όλες οι κατευθύνσεις, όπου το μέσα και το έξω έπαψαν να είναι ξεχωριστά. Ο κήπος γύρω του ανέπνευσε μαζί του. Τα λουλούδια που φύτρωσαν από το χώμα κουβάλησαν την ομορφιά της ζωής και τη μνήμη της σήψης που τα γέννησε. Και εκείνος αυθόρμητα το κατάλαβε, το ένιωσε στο μεδούλι του, πως και τα δύο χωρούν, πως και τα δύο ανήκουν στην ίδια αλήθεια.

Κάποτε είχε πιστέψει ότι έπρεπε να διαλέξει. Είχε πιστέψει πως η ηρεμία σήμαινε απουσία πόνου, πως το φως σήμαινε εξαφάνιση του σκότους. Πάλεψε τη μισή ζωή του σχεδόν με τον εαυτό του σαν ένας πολεμιστής που μάχεται με την ίδια του τη σκιά και που την κυνηγάει ως την αυγή για να την τρομάξει στη δύση. Αργότερα έτρεξε μακριά από το κομμάτι που πονούσε, το έκρυψε κάτω από μάσκες και λόγια, το έθαψε σε βαθιά φρεάτια της ψυχής του. Κάπου στο κέντρο του στήθους. Αλλά όσο περισσότερο το έθαβε, τόσο πιο δυνατά ανέβαινε στην επιφάνεια, σαν πνιγμένος που ζητούσε αέρα, σαν ρίζα που έσπρωχνε προς το φως.

Ήρθε μια νύχτα που τα πάντα κατέρρευσαν. Οι τοίχοι που είχε χτίσει γύρω από την πληγή έσπασαν σαν γυαλί και ο πόνος ξεχύθηκε σαν πλημμύρα. Νόμισε τότε πως θα πνιγεί, πως θα τον καταβροχθίσει ολόκληρο. Έκλαψε για ώρες ή μέρες, δεν κατάλαβε πόσο, ο χρόνος έχασε το νόημά του. Και κάποια στιγμή, μέσα στο βάθος της καταστροφής, ένιωσε κάτι παράξενο. Από το κλάμα ξεπρόβαλε ένα αίσθημα γαλήνης. Όχι παρά την θλίψη, αλλά μέσα από αυτήν, σαν τον ήλιο που φωτίζει τη βροχή και στήνει ουράνια τόξα.

Εκεί κατάλαβε τότε πως το σώμα του είναι αρκετά μεγάλο για να χωρέσει και τα δύο. Πως η καρδιά του κρύβει δωμάτια που δεν έχει ανακαλύψει, χώρους όπου το φως και η σκιά μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς να πολεμήσουν. Ο άξονας του, αυτή η κάθετη αλήθεια που τώρα αναγνωρίζει ότι τον κράτησε και τον κρατά όρθιο, δεν απειλείται από την ύπαρξη του πόνου. Αντίθετα, η παραδοχή του πόνου τον έκανε και τον κάνει πιο γερό, πιο πραγματικό, πιο ανθρώπινο.

Κάθισε στον κήπο και ένιωσε τις δύο αλήθειες να κυλούν μέσα του σαν δύο ποτάμια που συναντιούνται και ξανασυναντιούνται και περιπλέκονται ως το άπειρο. Το ένα διαυγές και γαλήνιο, το άλλο θολό και ταραγμένο. Στις συμβολές τους δεν γεννιέται σύγκρουση αλλά χορός, ένα περίπλοκο σχέδιο από κύματα και δίνες που δημιουργούν κάτι καινούργιο, κάτι που δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν έλειπε το ένα ή το άλλο. Η ηρεμία πλέον δεν δηλώνει αποφυγή πόνου. Αλλά ικανότητα να στήνεται σταθερός ενώ ο πόνος περνάει μέσα από αυτόν σαν αέρας μέσα από τα δέντρα.

Θυμήθηκε την παλιά του ζωή, όταν θεώρησε πως η σωτηρία βρισκόταν στην τελειότητα. Τότε είχε πιστέψει πως αν γινόταν αρκετά δυνατός, αρκετά σοφός, αρκετά αγνός, θα σταματούσε να πονά. Κυνήγησε δασκάλους και διδασκαλίες, τελετές και φάρμακα, οτιδήποτε υποσχέθηκε την εξαφάνιση της ανθρώπινης ατέλειας. Αλλά όσο περισσότερο κυνήγησε την τελειότητα, τόσο πιο βαθιά έγινε η χαραμάδα ανάμεσα σε αυτό που ήταν και σε αυτό που νόμιζε πως έπρεπε να είναι. Η προσπάθεια να γίνει άλλος τον απομάκρυνε από τον εαυτό του, τον έκανε ξένο στο ίδιο του το δέρμα.

Και τελικά ευτυχώς για αυτόν συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόταν να αλλάξει τίποτα. Ο πόνος ήταν εκεί, παλιά πληγή από έρωτα που χάθηκε, από λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, από όνειρα που έσπασαν. Και αυτό ήταν εντάξει. Όλα είναι εντάξει. Δεν χρειάζεται θεραπεία για να νιώσει κανείς ολόκληρος. Η ολότητα δεν σημαίνει έλλειψη ραγισμάτων. Σημαίνει να αγκαλιάσει κανείς όλα τα κομμάτια του, ακόμα και αυτά που αιμορραγούν, ακόμα και αυτά που τον φοβίζουν.

Ένας άνεμος πέρασε από τον κήπο και έφερε μυρωδιά γιασεμί και γης. Άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις που συνυπάρχουν. Το δέντρο που έστεκε γερό κι όμως κουβαλούσε σημάδια από τη θύελλα του περασμένου χειμώνα. Τα άνθη που άνθισαν ξέροντας πως θα μαραθούν. Τα πουλιά που τραγουδούσαν το τραγούδι της ζωής ενώ γνώριζαν τον θάνατο. Όλη η φύση μια συμφωνία αντιθέσεων, ένα ποίημα γραμμένο με λέξεις που μοιάζουν αντίθετες αλλά στην ουσία τραγουδούν το ίδιο τραγούδι.

Πήρε μία αναπνοή και στάθηκε μέρος αυτής της συμφωνίας. Το κορμί του έγινε ναός που φιλοξενεί όλα τα συναισθήματα, όλες τις καταστάσεις, όλες τις εποχές της ψυχής. Υπήρξαν ημέρες που κυριάρχησε η ηρεμία, που ένιωσε σαν βουνό ακλόνητο στο κέντρο του κόσμου. Και υπήρξαν ημέρες που ο πόνος επέστρεψε σαν παλιός φίλος που χτύπησε την πόρτα. Και τον καλωσόρισε, του πρόσφερε τσάι, του είπε κάθισε, είσαι καλοδεχούμενος. Γιατί έμαθε πως ο πόνος που δεχόμαστε με μια αναπνοή χάνει τη δύναμή του να μας καταστρέψει.

Ο άξονας του πλέον δεν στήνεται ευθεία άκαμπτη γραμμή. Είναι σαν τον κορμό του μπαμπού που λυγίζει με τον άνεμο αλλά δεν σπάει, που χορεύει με την καταιγίδα και γυρίζει μετά στη θέση του όπως η χορδή του τόξου. Η δύναμή του εντοπίζεται ακριβώς στην ευλυγισία, στην ικανότητά του να χωρέσει την κίνηση χωρίς να χάσει το κέντρο.

Έκλεισε τα μάτια και βούτηξε μέσα του. Εκεί βρήκε την πηγή, το σημείο όπου όλα αναβλύζουν. Η ηρεμία και ο πόνος πηγάζουν από την ίδια πηγή, είναι δύο όψεις του ίδιου μυστηρίου. Η πηγή ποτέ δεν έκρινε, δεν διάλεξε, δεν προτίμησε το ένα από το άλλο. Απλώς πάντα αναβλύζει, απλώς ρέει, απλώς υπάρχει.

Και σκέφτηκε. Η πραγματική ελευθερία δεν είναι στο να μην πονά. Είναι στο να να έχει χώρο μέσα του για όλα. Να γίνει τόσο μεγάλος που να χωρέσεις τα πάντα. Ο πόνος ήρθε και θα φύγει σαν τα κύματα στην ακτή, αλλά εκείνος υπήρξε η ακτή, και θα υπάρξει η άμμος που δέχεται κάθε κύμα αλλά παραμένει. Και ανάποδα. Και ξανά. Η ηρεμία του δεν εξαρτάται από το αν υπήρξε πόνος ή όχι. Είναι η ίδια η ικανότητα να παρατηρήσει, να αγκαλιάσει, να επιτρέψει.

Άνοιξε τα μάτια και ο κήπος έλαμψε με νέο φως. Κάθε φύλλο, κάθε λουλούδι, κάθε πέτρα φάνηκε να λέει την ίδια αλήθεια. Ότι η ζωή δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Είναι και το ένα και το άλλο, πάντα. Μπορεί κανείς να είναι ολόκληρος χωρίς να είναι τέλειος. Μπορεί να έχει πληγές και συγχρόνως να είναι όμορφος. Η ανθρωπιά του δεν βρίσκεται στην έλλειψη πόνου αλλά στην ικανότητά να κρατήσει με τρυφερότητα.

Σηκώθηκε αργά, οι αρθρώσεις του έτριξαν ελαφρά, υπενθύμιση του σώματος που έφερε τα σημάδια του χρόνου. Και χαμογέλασε. Γιατί αυτό επίσης υπήρξε αλήθεια. Το σώμα γέρασε, πόνεσε, κουράστηκε. Και συγχρόνως έκρυψε μέσα του μια δύναμη που δεν γέρασε ποτέ, μια ουσία που έμεινε άθικτη από τον χρόνο.

Όσο περπατούσε στο μονοπάτι του κήπου κάθε βήμα έμοιαζε προσευχή. Προσευχή ευγνωμοσύνης για την πολυπλοκότητα του να είσαι άνθρωπος. Για το προνόμιο να νιώθεις και χαρά και λύπη, ειρήνη και ταραχή, φως και σκιά. Γιατί χωρίς τη σκιά, πώς θα καταλάβει κανείς το φως; Χωρίς τον πόνο, πώς θα εκτιμήσει την ηρεμία;

Ο ήλιος κατέβηκε και ο κήπος ντύθηκε με χρυσό φως. Κάθισε ξανά, στο ίδιο σημείο, και ένιωσε την πληρότητα της στιγμής. Ήρεμος στον άξονά του, ακλόνητος, σταθερός αλλά όχι άκαμπτος. Η ανάμνηση της ενόχλησης στο στήθος ήταν εκεί, μια παλιά πληγή που ίσως ποτέ δεν έκλεισε τελείως. Αλλά όλα ήταν εντάξει. Και τα δύο υπήρξαν δικά του. Η πληρότητα κι η πληγή. Και τα δύο χωρούν. Και τα δύο είναι η αλήθεια του.


0 σχόλια