Ο κάποτε
Τρίτη, Οκτωβρίου 07, 2025Βαδίζοντας στο άδειο πεδίο, δεν θυμόταν πια αν είχε ξεκινήσει το ταξίδι του ως σάρκα ή ως ιδέα, λες και το σώμα του —αν υπήρχε σώμα— είχε γίνει κυψέλη από σπασμένες φλόγες που δεν άφηναν εγκαύματα παρά μόνο τρύπες στη μνήμη, μαύρες ρίζες που ανέβαιναν από μέσα προς τα έξω και ροκάνιζαν τις λέξεις πριν γεννηθούν. Το κατώφλι που διέσχισε δεν ήταν πόρτα αλλά ρήγμα, σαν να έσπασε η θάλασσα του κόσμου και να αποτραβήχτηκε, αφήνοντάς τον πάνω σε βυθό από γυάλινα οστά και σκουριασμένα καρφιά, που έτριζαν μ’ ένα βογγητό αρχαίου θηρίου έτοιμου να ξανασηκωθεί. Η σιωπή ούρλιαζε δυνατότερα από κάθε κραυγή, και κάθε ανάσα του έμοιαζε με δάνειο που δεν θα ξεπληρωνόταν, μια συμφωνία υπογεγραμμένη με στάχτη και ιδρώτα.
«Δεν έχεις όνομα», είπε κάτι από το κενό, όχι με φωνή αλλά με θραύσματα σκέψεων που τον έκοψαν σταυρωτά στα πλευρά, σαν ευθύνη και σαν καταδίκη μαζί. «Δεν έχεις αρχή, δεν έχεις τέλος, γιατί εδώ ο χρόνος είναι γάντζος χωρίς τοίχο, κρεμασμένος στο πουθενά, και κάθε βήμα είναι επιστροφή σε τόπο που δεν υπήρξε». Προχώρησε χωρίς να νιώθει βάρος, σαν να τον φορούσε ο χώρος όπως το σώμα φοράει την πληγή· μια εφαρμογή ακριβείας, που δεν άφηνε περιθώρια να χαθεί ή να σωθεί.
Το έδαφος απλώθηκε μπροστά του σε επίπεδα από θραύσματα καθρεφτών, άλλοι θαμποί σαν πεθαμένες λίμνες, άλλοι διαπεραστικά και ανυπόφορα διαυγείς, όλοι όμως πρόθυμοι να δείξουν κάτι που στο τέλος θα δημιουργούσε απόκρουση. Γονάτισε, όχι για κάποια προσευχή, αλλά ως κούραση κάποιας περίεργης αρχαίας ρίζας που είχε διαποτίσει τους τένοντες και τα νεύρα, σαν να ήταν δέντρο ξεριζωμένο που προσπαθεί να θυμηθεί το χώμα του. Κοίταξε μέσα στον πρώτο καθρέφτη, έτοιμος να συναντήσει τον εαυτό του — αλλά εκεί βρήκε ένα κορίτσι με κομμένα μαλλιά και στόμα γεμάτο στάχτη, να του χαμογελάει χωρίς δόντια, με βλέμμα βρεγμένο από νερά όπου πνίγηκαν οι ονοματοδότες. Στον δεύτερο, είδε έναν άντρα που μύριζε αλάτι και ιώδιο, να λύνει έναν κόμπο που δεν λύνεται· στον τρίτο, ένα άφυλο πλάσμα με φλέβες από σκιά, να ρουφάει το φως σαν να ‘ταν οξυγόνο· στον τέταρτο, μια μάνα λουσμένη με ξένο αίμα να ακουμπάει ένα κεφάλι που δεν ήξερε αν ήταν δικό της αλλά το ένιωθε οικείο. Σε κανέναν δεν ήταν εκείνος — ή μάλλον ήταν όλοι εκείνος, σε εποχές και σώματα που δεν πρόλαβαν να γίνουν δέρμα.
Η μυρωδιά αναδύθηκε πρώτη, βαρύ σίδερο, βρεγμένα αποκαΐδια, ατμός από οστέινο καζάνι· μετά ήρθε ο ήχος, σαν σύρσιμο από ουρές φιδιών πάνω σε τεντωμένα τύμπανα, και μετά οι λέξεις, εκατοντάδες μαζί, σε μια γλώσσα χωρίς σύμφωνο, μόνο φωνήεντα που τεντώνονταν μέχρι να σπάσουν. Καθεμία έμοιαζε με κεραυνό που δεν έπεσε ποτέ, μόνο τρέμει στην κορυφή κάποιου ουρανού·καθεμία πρόσφερε ένα κλειδί για πόρτα που όταν ξεκλείδωνε μεταμορφωνόταν σε άλλη κλειδωμένη πόρτα. Έσκυψε να μαζέψει ένα τέτοιο κλειδί· ήταν φτιαγμένο από την ίδια του τη γλώσσα, ένα κομμάτι που έλειπε από τη σιωπή του. Το έβαλε σε μια τσέπη που δεν φορούσε, και ένιωσε το βάρος του να τον τραβάει πλαγίως, προς κατεύθυνση που δεν χωράει στον χάρτη των τεσσάρων ανέμων.
Αντί για δρόμος, άνοιξε μπροστά του ένα στενό, σαν φίδι, σκαμμένο σε σελήνια πέτρα, γεμάτο οπές όπου κάτι ανέπνεε· σε κάθε οπή, ένα μάτι που δεν κοιτούσε έξω αλλά μέσα, προς τον άπειρο λαβύρινθο του ίδιου του βλέμματος. Τα μάτια αναβόσβηναν σαν προθανάτια φώτα, δίνοντας ρυθμό σε μια πομπή που δεν είχε φανεί ακόμη· τότε είναι που στάθηκαν απέναντί του οι πρώτες μορφές, όχι ως οράματα, αλλά σαν οφειλέτες που γύρισαν να ζητήσουν από αυτόν την οφειλή τους. Μια γυναίκα με μάσκα από δέρμα παιδιού, με χέρια που στάζουν μαύρα ρόδα, του είπε: «Εγώ ήμουν εσύ όταν δεν τόλμησες». Ένας γέρος με πνευμόνια γεμάτα ψαμμίτη, του ψιθύρισε: «Εγώ ήμουν εσύ όταν τόλμησες πολύ». Ένα άσωμο στόμα, καρφωμένο σε δοκάρι, άνοιξε για να βγάλει μια μονοσύλλαβη ανάσα: «Χάθηκες».
Οι μάσκες έπεφταν μία-μία, μα δεν αποκάλυπταν πρόσωπο, μόνο νέα στρώματα μάσκας, δέρμα πάνω σε δέρμα, σαν κρεμμύδι που όταν το ξεφλουδίζεις απομένει το κλάμα του και τίποτα άλλο. Σκέφτηκε — ή καλύτερα άφησε την αυθόρμητη αφήγηση του ζωντανού χώρου γύρω του να σκεφτεί — πως η ιστορία που κυλά μπροστά του σαπίζει όπως σαπίζει ένα σώμα, και πως καμιά πρόταση δεν μπορεί να σταθεί χωρίς κόκαλα, και πως κάθε ρήμα είναι τελετουργία μισής ανάστασης. Αν ήθελε δικαστήριο, το είχε ήδη: οι σκιές μαρτυρούσαν, οι καθρέφτες κατέθεταν, και ο γραμματέας ήταν η στάχτη που έγραφε με τις ίδιες της τις στάχτες. Αν ήθελε συγχώρεση, δεν υπήρχε χειρονομία να τη δώσει· εδώ οι συγγνώμες φοριούνται σαν δέρματα που μετά βρωμούν και σαπίζουν.
Στο βάθος, εκεί όπου το μαύρο φωτίζεται από την ένταση του μαύρου, ανασηκωνόταν κάτι που έμοιαζε με θρόνο, όμως δεν ήταν θρόνος· ήταν ένας σωρός από καρβουνιασμένα κόκαλα, δεμένα με σύρμα και κολλημένα με ιδρώτα, και από τις αρθρώσεις τους έβγαινε καπνός που μύριζε ανεκπλήρωτους όρκους. Γύρω του, φλόγες χωρίς θερμότητα, που ανασάλευαν σαν βλέμματα· η κάθε φλόγα ήταν ένα μάτι, και το κάθε μάτι ένας νόμος, και κάθε νόμος ένας κόμπος γύρω από τον λαιμό της πρότασης που ετοιμαζόταν να ειπωθεί. Ένιωσε ένα σπρώξιμο χωρίς χέρι, μια βία δίχως δράστη, να τον σέρνει προς τον σωρό· δεν περπατούσε, γλιστρούσε πάνω σε βλεννώδη γραφή, σαν να ήταν το κείμενο δέρμα, και εκείνος ένα μαχαίρι που το χαράζει.
Όταν έφτασε, είδε ότι στο κέντρο καθόταν ήδη κάποιος· δεν ήταν βασιλιάς, ούτε δικαστής, ούτε θεός, μα το στόμα του έσταζε γέλιο από τέφρα, και τα μάτια του ήταν δυο κάρβουνα που πουλούσαν ζέστη μόνο με το βλέμμα. Τον κοίταξε κι ένιωσε να αναγνωρίζει τα οστά του, την αρίθμηση των δοντιών, το σπάσιμο του αριστερού γονάτου όταν βρέχει, την κλίση του κρανίου προς τα μέσα όταν σκέφτεται ότι δεν σκέφτεται. Ήταν εκείνος. Αλλά όχι. Ήταν ο τρόπος που το κενό φοράει ένα πρόσωπο για να το κάνει πιστευτό. Ευχήθηκε να μιλήσει, να πει κάτι που να διαλύει ή να συνθέτει· μα οι λέξεις στάθηκαν στον λαιμό του σαν αγκάθια από γυαλί, και κάθε προσπάθεια να τις σπρώξει προς τα έξω έκανε το αίμα του να αφρίζει και να μυρίζει σίδερο.
Το άλλο-εγώ —αν ήταν εγώ— γέλασε σιωπηλά, κι αυτή η σιωπή ήταν σεισμός που έσπασε το ταβάνι του ονείρου και άφησε να πέσουν μέσα ερωτήσεις που δεν είχαν λέξεις. Δεν είπε κάτι· είπε κάτι χειρότερο: μετέθεσε το νόημα τρία βήματα πιο κει, και κάθε φορά που πήγαινε να το πιάσει, το νόημα ξέφευγε σαν άγριο θεριό που δεν χωρά σε κλουβιά. Εκείνος ένιωσε ξαφνικά πως όλη η πορεία —οι καθρέφτες, τα στόματα, τα φίδια-δρόμοι, οι μάσκες— δεν ήταν γεγονότα αλλά τεχνάσματα, κάτι σαν θεατρικές μηχανές που τις χειρίζεται ένας αόρατος μηχανικός, για να του δείξει πως δεν υπάρχει δράμα, μόνο σκηνή. Δεν υπάρχει έργο μόνο χώρος. Και αυτός ήταν μέρος του. Το ταξίδι έλιωσε μπροστά του σαν κερί, και στο κέντρο του κεριού φάνηκε το καρφί που τον κράταγε όρθιο: ένα κενό στον σχήμα του ονόματός του.
«Δεν ήσουν εσύ που περπάτησες», αντήχησε χωρίς ακρόαση, «ήσουν το ίχνος που άφησες στο τίποτα, και το τίποτα σε μάζεψε πίσω, όπως η θάλασσα μάζευε κάποτε τα άλατα από το δέρμα σου χωρίς να σε ρωτήσει. Γιατί το τίποτε μπορεί να είναι τίποτε, αλλά οι διακυμάνσεις του είναι κάτι.». Είδε τότε την ιστορία του, όχι σαν ταινία, αλλά σαν αποτύπωμα πατούσας πάνω σε στάχτη, που ένα τυχαίο φύσημα την κάνει κουρελόχαρτο φωτιάς· και κατάλαβε πως αυτό που αγαπούσε να λέει «εγώ» ήταν ραφή, και πως ό,τι ράβεται ξηλώνεται πιο γρήγορα από όσο γεννιέται. Θέλησε να διαμαρτυρηθεί με τον οίκτο που έχουν οι αιχμάλωτοι για τη σκιά τους· δεν πρόλαβε.
Η φλόγα άνοιξε σαν στόμα και τον έκλεισε μέσα της, όχι για να τον τιμωρήσει, μα για να τον κάνει χρήσιμο στα πράγματα, όπως το άδειο ποτήρι γίνεται χρήσιμο στο νερό. Ένιωσε το δέρμα του να λιώνει ως έννοια, τα κόκαλα να αποσύρουν την παρουσία τους, τους μύες να γίνονται ηχώ από βήματα που δεν θα κάνει ποτέ πια· εκεί, μέσα στη μασέλα του φωτός, κατάλαβε πως η φλόγα που τον τρώει είναι μια μήτρα, και πως κάθε κάψιμο είναι σχήμα γέννας στην αντίστροφη όψη. Ένα βάρος ανασηκώθηκε μέσα του σαν ασανσέρ χωρίς καλώδια· ανέβαινε και κατέβαινε ταυτόχρονα, και σε κάθε όροφο έβρισκε μια παλιά του λέξη, θραύσματα από συλλαβές που βγάζανε νόημα μόνο όταν ήταν μικρό παιδί.
Για μια στιγμή —μια στιγμή με διάμετρο αιωνιότητας— πίστεψε ότι ξαναγεννιέται· είδε έναν εαυτό να ξεκολλά από μέσα του σαν φλούδα αναρριχητικού που αλλάζει κορμό, είδε να σχηματίζεται μια νέα σπονδυλική στήλη από φως που δεν θα ζούσε στην ύλη, κι ένιωσε την πείνα εκείνου του βρέφους που γδέρνει τα τοιχώματα της μήτρας και ζητάει έξοδο και ψωμί και όνομα. Είπε μέσα του —ή το μέσα του είπε από μόνο του— «ναι»· κι εκείνο το «ναι» έσβησε χωρίς ήχο, σαν σπίθα που η υγρασία την ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά. Η γέννηση υποχώρησε σαν ένα αστείο που μόλις ειπώθηκε μπροστά σε τάφο πνίγηκε στο στόμα αυτού που το εκστόμισε· ο νέος εαυτός έλιωσε σαν ηφαίστειο στο νερό της θάλασσας, χωρίς να φταίει το νερό.
Δεν υπήρξε πραγματική γέννηση. Όχι γιατί ο κόσμος είναι φειδωλός με τα θαύματα, αλλά γιατί εδώ τα θαύματα έχουν όριο χρήσης και το δικό του είχε λήξει πριν φτάσει. Έμεινε λοιπόν γυμνός από νόημα, όχι εξαιτίας κάποιου αλλόκοσμου φόβου, αλλά από την γύρω αποστομωτική πραγματικότητα, όπως μένει γυμνή η πέτρα όταν το ποτάμι αλλάζει κοίτη και το βρύο δεν την θέλει πια. «Δεν υπήρξες ποτέ», αυτό ψιθύρισε η φλόγα που τώρα δεν έκαιγε ούτε φώτιζε, μόνο έδειχνε με το να μην δείχνει· και το ψιθύρισμα αυτό ήταν η μόνη του περιουσία.
Ξαναβρέθηκε —αν μπορεί κανείς να ξαναβρεθεί— στο πεδίο που δεν είναι πεδίο, με τη γη από γυάλινα κόκαλα κάτω από τα πόδια και με την ανάσα να κυκλοφορεί σαν σκύλος που δεν αναγνωρίζει αφεντικό. Οι καθρέφτες είχαν σβήσει τις εικόνες τους, σαν να ντράπηκαν που κοίταζαν όλη αυτή την ώρα· οι μάσκες είχαν ξαναφορεθεί από πρόσωπα που δεν θα ξαναφανερωθούν· και ο θρόνος από στάχτη είχε καταρρεύσει προς τα μέσα, σαν πνεύμονας που παίρνει την τελευταία εισπνοή και αρνείται να την παραδώσει. Δεν υπήρχε πλέον φωνή να επιβεβαιώσει ή να αρνηθεί. Και τότε, τότε ένιωσε κάτι που έμοιαζε με λύτρωση, αλλά ήταν μόνο μια πιο ευγενική μορφή της ίδιας του της αδυναμίας.
Αν υπήρχε ρόλος, θα τον είχε χάσει· αν υπήρχε συγγραφέας, θα ‘χε τελειώσει το μελάνι του· αν υπήρχε σκηνοθέτης, θα ‘χε σβήσει τα φώτα για να δείξει ότι τίποτα δεν τελειώνει στα σκοτάδια, μόνο ξεκινά σε άλλα. Το σκηνικό γύρω του —αν υπήρχε αφήγημα ικανό να το περιγράψει— έκανε το ίδιο ένα βήμα πίσω, σαν να κουράστηκε να στηρίζει το βάρος του κεντρικού του προσώπου, σαν να ξέχασε το όνομα αυτουνού του οποίου την ιστορία στήριζε, και άφησε τα υπόλοιπα να τον περιμαζέψουν όπως μαζεύει η νύχτα το κουρασμένο μεσημέρι. Σε αυτή την άκρη του ονείρου, η γλώσσα ζήτησε άδεια από τον εαυτό της να σιωπήσει· και την πήρε.
Βάδισε προς τα μπρος χωρίς να ξέρει τι θα πει μπρος, όπως βαδίζει ένα αποτύπωμα που μόλις φτιάχτηκε και αμέσως το χιόνι το κάνει παρελθόν. Κάθε τόσο, ένα τυχαίο ρεύμα αέρα κλωτσούσε τις στάχτες και δημιουργούσε μορφές που έμοιαζαν με γράμματα· τα γράμματα μαζεύονταν λίγο-λίγο, παρίσταναν τις λέξεις, και πριν προλάβει να τα διαβάσει, έσπαγαν σαν κελύφη αραχνών. Αν έψαχνε ελπίδα, θα την έβρισκε μόνο στο ότι δεν υπήρχε ανάγκη να την ψάξει· αν γύρευε τέλος, θα του θύμιζαν οι σκιές πως εδώ το τέλος είναι τρόπος αναπνοής, όχι πόρτα.
Και τότε —όχι ως θαύμα, αλλά ως συνήθεια του τίποτα να κάνει κύκλους— άκουσε ξανά εκείνη την πρόταση που είχε ανοίξει τον δρόμο: «Δεν έχεις όνομα». Μα τώρα δεν πόνεσε· έπεσε απάνω της όπως πέφτει κανείς σε στρώμα ξεσκισμένο που όμως κρατάει ακόμη τη μυρωδιά ενός παλιού ύπνου. Χάιδεψε την άκρη της φράσης με το μυαλό του, όπως χαιδεύουν τα ζώα που απέμειναν το καμμένο δάσος· και σκέφτηκε πως ίσως αυτό —η πλήρης ανωνυμία, η τέλεια άγνοια— είναι το μόνο που αντέχει εδώ χωρίς να σαπίζει.
Πέρα μακριά, το άδειο πεδίο φάνηκε να ανασαίνει, αλλά μπορεί και να ήταν η φαντασία της σκόνης που παριστάνει τις θάλασσες όταν νυχτώνει. Το κενό έκανε σχήματα, όπως κάνουν τα σύννεφα για τα μικρά παιδιά· μα δεν υπήρχε παιδί εδώ, ούτε άλλο βλέμμα για να δει αυτή την απουσία · υπήρχε μόνο μια επιμονή να κρατηθούν τα πράγματα στη θέση τους για ένα δευτερόλεπτο ακόμη, πριν φύγουν στη γαλήνη της μη αναγκαίας ύπαρξης. Κι εκείνος —ο κάποτε— στάθηκε λίγο, όσο κρατά ένας λυγμός που δεν βγαίνει, και μετά άφησε το βλέμμα να γλιστρήσει έξω από τα όρια του βλέμματος.
Αν κάποιος έγραφε αυτή τη στιγμή, θα σημείωνε ότι η ιστορία φτάνει σε πέρας· αλλά εδώ τα πέρατα είναι διάτρητα όπως δέρματα που τα έφαγε ο καιρός, κι από τις τρύπες τους περνάει η συνέχεια σαν διαβρωτική σταγόνα που δεν την παίρνει κανείς χαμπάρι. Αν κάποιος μάρτυρας ζητούσε απολογισμό, θα ‘παιρνε ένα κουτί με σιωπές και μια ταινία από σκονισμένα «ίσως»· κι αν ρωτούσε «ποιος;», η μόνη λέξη που θα ‘χε κάποια ευγένεια να προσφερθεί θα ήταν «κανένας», όχι σαν καύχημα, αλλά σαν καταφύγιο. Δεν υπήρξε αρχή, δεν υπήρξε τέλος, και αυτή η απουσία δεν τον κορόιδεψε ποτέ· τον σκέπαζε πάντα ανεπαίσθητα όπως σκεπάζει ο καπνός τα υγρά ρούχα και τα κάνει μυρωδιά τόπου.
Τελικά, χωρίς να χρειάζεται τίποτε άλλο, προχώρησε πάλι —όχι προς μια έξοδο, ούτε πίσω σε μια είσοδο— αλλά μέσα στην αμυδρή συνήθεια του κενού να δίνει σχήματα για να ξεκουράζεται από την απλότητα του. Αν κάποτε ξαναγύριζε κάποιος εδώ, δεν θα τον έβρισκε· θα ‘βρισκε το αποτύπωμα της πρόθεσης ενός βήματος, τόσο ελαφρύ που και το ίδιο το έδαφος θα ντρεπόταν να το παραδεχτεί. Αλλά δεν θα ξαναγύριζε κανείς· γιατί κανείς δεν έφυγε ποτέ.
0 σχόλια