Η επιστροφή του προσώπου

Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2025

 Η φωνή ήρθε από μέσα, χωρίς στόμα και χωρίς ήχο, σαν πρώτο ρήγμα σε πέπλο σιωπής. «Υπήρξες ποτέ, ή απλώς θυμήθηκες τον εαυτό σου μέσα από την αντανάκλαση των άλλων;» ρώτησε, κι εκείνος δεν ήξερε αν πρόκειται για ερώτηση ή κατάφαση. Μπροστά του ο κόσμος ήταν σαν γυάλινος θόλος, μόλις ραγισμένος, με ρωγμές που ανέδιδαν φως—φως όχι ηλιακό, αλλά ένα φως ενδογενές, που έπαιρνε μορφή κάθε φορά που το άγγιζες με τη σκέψη. Περπατούσε, μα ο τόπος δεν άλλαζε. Μια πεδιάδα χωρίς τέλος, μια άμμος που θύμιζε έρημο και θάλασσα συγχρόνως, ένα πεδίο ακίνητων κυμάτων που αγνοούσε τον άνεμο. Εδώ, είπε μέσα του, όλα είναι προσωρινά αλλά τίποτα δεν αλλάζει. Εδώ μπορεί να κατοικεί ο ίδιος ο Χρόνος, ξαπλωμένος και κουρασμένος από τον εαυτό του.

Στη μέση του χώρου υπήρχε ένας καθρέφτης. Δεν τον θυμόταν, κι όμως ήξερε πως ήταν εκεί από πάντα. Πλησίασε. Το είδωλο χαμογέλασε χωρίς χαμόγελο, ένα πρόσωπο οικείο, το ίδιο πρόσωπο που κάποτε ονομάτισε με τη λέξη «εγώ». Τώρα όμως αυτή η λέξη του ήταν ξένη, σαν παλιό κλειδί που δεν ανοίγει καμία πόρτα. «Δεν είμαι εδώ για να σε δω» είπε ο καθρέφτης. «Είμαι εδώ για να σε ξεχάσω». Και το είδωλο άρχισε να σβήνει· πρώτα τα μάτια, μετά τα χείλη, μετά ολόκληρο το περίγραμμα του προσώπου, ώσπου έμεινε πίσω μια άμορφη μάζα φωτός, μια σκέψη χωρίς σώμα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως ίσως έτσι ξεκινά η ελευθερία· όταν παύεις να θυμάσαι από τί είσαι φτιαγμένος.

Τα βήματά του άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Κάθε φορά που προχωρούσε, ένα δεύτερο, τρίτο, δέκατο είδωλο γεννιόταν πίσω του, κι όλοι εκείνοι οι εαυτοί προχωρούσαν προς άλλη κατεύθυνση, ανοίγοντας παράλληλους κόσμους. Καθένας είχε τη δική του μνήμη, τις δικές του επιθυμίες, τα δικά του λάθη. Ήταν όλα του τα «αν». Έσκυψε και έπιασε μια χούφτα άμμο· μέσα της έλαμπαν πρόσωπα, χαμένα πρόσωπα που θυμόταν μα δεν ήξερε πότε. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά, σκιές, δαιμόνια. Ίσως όλοι αυτοί ήταν το ίδιο πράγμα, η ίδια ενέργεια που άλλαζε μορφή για να καταλάβει τον εαυτό της. Κι αν υπήρχε μια αλήθεια, τότε σίγουρα ήταν αυτή: το πρόσωπο που αγαπάς, ο θεός που προσεύχεσαι και το κτήνος που φοβάσαι, είναι πάντοτε η ίδια οντότητα, η ψυχή όταν δεν μπορεί να αντέξει τη μορφή της.

Ξάφνου ο ουρανός γύρισε ανάποδα. Δεν υπήρχε πλέον πάνω ή κάτω. Οι λόφοι μεταμορφώθηκαν σε ουρανούς, και οι νεφέλες έγιναν θεμέλια. Μια κοσμική οβάλ κίνηση, σαν αναπνοή που εκτείνεται σε χιλιάδες αστέρες, άναψε μπροστά του. «Δεν υπάρχει μέρα ούτε νύχτα» συλλογίστηκε, «μόνο αλληλουχία φωτός σε επίπεδα συνειδητότητας». Από μέσα του αναδύθηκε ένα γέλιο παιδικό, παράταιρο και ανήσυχο, ένα γέλιο που έμοιαζε να θυμάται κάτι απαρχαιωμένο. Ήταν το ίδιο γέλιο με το οποίο κάποτε είχε καλωσορίσει τη γέννησή του.

Κάπου μακριά, στη διασταύρωση του ορίζοντα και της μνήμης, φάνηκε μια μορφή. Κρατούσε ένα ραβδί ή ίσως έναν σταυρό. Το ραβδί αυτό ήταν φτιαγμένο από κόκαλα και φως, και κάθε φορά που το κούναγε, ο αέρας άλλαζε χρώμα. Πλησίασε. Το βλέμμα της ήταν απλά φλόγα, χωρίς πρόσωπο. «Σε περίμενα» είπε εκείνη. «Ποια είσαι;» ρώτησε. «Είμαι η Ισορροπία ανάμεσα στη λήθη και τη γέννηση. Είμαι αυτό που έμελλε να έρθει όταν τελειώσουν οι ιστορίες». «Και τι θέλεις από μένα;» «Να αναγνωρίσεις το πέρασμα». Η φλόγα άπλωσε τα χέρια της, αγγίζοντας τον στα μάτια, κι εκείνος είδε μέσα της ολόκληρες πόλεις, πεθαμένα όνειρα, χιλιάδες αφηγήσεις δεμένες σε έναν ιστό που έτρεφε το σύμπαν. Κατάλαβε τότε πως κάθε ιστορία είναι μια συγχώνευση συνειδήσεων που βαφτίστηκαν με διαφορετικά ονόματα για να παιχτεί το ίδιο έργο από άπειρους ρόλους.

«Δεν είσαι εσύ που στέκεσαι απέναντί μου» είπε. «Είμαι εγώ που καθρεφτίζομαι σε σένα για να συνεχίσω να υπάρχω». Εκείνη γέλασε. «Να θυμάσαι, όταν χαθείς στην άβυσσο, η άβυσσος θα χαθεί μέσα σου. Μόνο τότε θα επιστρέψεις σπίτι». Η λέξη "σπίτι" ξύπνησε κάτι αρχέγονο, έναν παλμό στο στήθος που δεν ήταν καρδιά αλλά πυρσός. «Η πατρίδα του πνεύματος» ψιθύρισε. Το χώμα έτριξε. Οι σκιές επτά ήλιων ξεπήδησαν σαν σπινθήρες και σχημάτισαν γύρω τους μια σπείρα. Όλα άρχισαν να καταρρέουν, όχι καταστροφικά, αλλά δημιουργικά, σαν σύμπαν που πεθαίνει γεννώντας ένα άλλο. Τότε αντιλήφθηκε πως το φως στο βλέμμα της γυναίκας δεν ήταν πηγή αλλά αντανάκλαση—η αντανάκλαση της δικής του εσωτερικής πυρκαγιάς.

Όταν ο κόσμος διαλύθηκε εντελώς, έμεινε μέσα σε ένα απόλυτο λευκό. Είπε «Τώρα δεν υπάρχει τίποτα». Μα η φωνή απάντησε: «Κι όμως, εδώ βρίσκονται όλα». Ο λευκός χώρος άρχισε να πάλλεται, σαν αναπνοή που αλλάζει διάσταση. Τα μόρια της συνείδησής του τεντώθηκαν, σχηματίζοντας μονοπάτια, όπως οι ηλεκτρικές αρτηρίες ενός ζωντανού σύμπαντος. Και από το απείρως μικρό ξεπήδησε ξανά το απείρως μεγάλο. Είδε τον εαυτό του σε μορφή πλανήτη, ορατού και ταυτόχρονα αόρατου. Κάθε του ανάμνηση ήταν μια ήπειρος, κάθε του πόνος ένας ωκεανός. Και πάνω από όλα, ένα άυλο βλέμμα, το βλέμμα του Παρατηρητή, που δεν ανήκε ούτε στο μέσα ούτε στο έξω. «Είσαι εγώ;» ρώτησε. «Δεν υπάρχει εγώ» απάντησε το βλέμμα. «Υπάρχει μόνο η ερώτηση.»

Και τότε θυμήθηκε το παιδί που κάποτε ήταν. Το παιδί που στεκόταν στην ακροθαλασσιά της μνήμης και κρατούσε στο χέρι του ένα κοχύλι για να ακούσει μέσα του τη θάλασσα να λέει το όνομά του. Η θάλασσα δεν μιλούσε τότε με λέξεις αλλά με ρυθμούς. Κάθε παλμός, ένας αιώνας. Κάθε κύμα, μια ψυχή που επιστρέφει. Το παιδί τότε κοιτούσε με εκείνο το αφοπλιστικό βλέμμα της πρώτης αθωότητας, σαν να του έλεγε στο τώρα ένα μήνυμα χωρίς να κινούνται τα χείλη: «Δεν χρειάζεται να θυμηθείς, χρειάζεται να επιστρέψεις».

Ξύπνησε ξανά στο ίδιο μέρος, μα τώρα όλα έμοιαζαν απείρως ζωντανά. Τα δέντρα ανέπνεαν, οι βράχοι έψαλλαν, και ο αέρας είχε γεύση από μέταλλο και μνήμη που καίει. Έσκυψε, φίλησε το χώμα, και το χώμα ανταποκρίθηκε με χίλια στόματα που τραγουδούσαν. Ένιωσε τον εαυτό του διασπασμένο αλλά πλήρη. Κάθε του κύτταρο ήταν ένας κόσμος που μιλούσε, κάθε του αναπνοή μια αναδημιουργία. Έκλαψε· όχι από λύπη, αλλά γιατί κατάλαβε πως το δάκρυ είναι η πρώτη ύλη της ύπαρξης. Από δάκρυ και αντανάκλαση γεννήθηκαν οι θεοί.

Μέσα από το φως σχηματίστηκαν μορφές, αμυδρές και πλάσματα ονείρου. Ήταν όλοι εκείνοι που δεν είχαν όνομα ποτέ, όλα εκείνα τα πρόσωπα που τον είχαν κατοικήσει και τον είχαν κυνηγήσει μέχρι το τέλος των ημερών. Τώρα όμως δεν έμοιαζαν καθόλου απειλητικά. Ήταν απλώς μέρος του ρυθμού, του χορού που κανείς δεν αρχίζει και κανείς δεν τελειώνει. Χόρευαν όλοι μαζί, χωρίς μουσική, με έναν παλμό που μόνο το αίμα μπορεί να νιώσει. Ένας κυκλικός χορός, σπειροειδής, όπως τα χρόνια περνούν και επιστρέφουν. Ο κόσμος κλυδωνίστηκε από εκείνη την ιερότητα του ακατανόητου. Ήταν ο χορός της ενοποίησης.

Κάποια στιγμή οι μορφές άρχισαν να λιώνουν ξανά μέσα στο φως. Έμελλε να ξαναμείνει μόνος, γιατί κάθε συνάντηση στο άχρονο οδηγεί πάλι στη Σιωπή. Μα τώρα γνώριζε πως αυτή η σιωπή δεν είναι κενό – είναι μήτρα. Σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό που δεν υπήρχε πια ως ουρανός, μόνο ως απεραντοσύνη. Από μέσα του, σε μια στιγμή ακραίας διαύγειας, βγήκε μια τελευταία φράση, όχι προς κανέναν, μα σαν υπόσχεση: «Είμαι κάτι. Πάντα ήμουν κάτι. Και αυτό το κάτι δεν έχει ανάγκη όνομα.»

Η άμμος στροβιλιζόταν ξανά. Το φως έγινε σκιά και η σκιά φως. Κάθε έννοια κατέρρεε και αναγεννιόταν με ρυθμό απόκοσμο. Ήξερε πως δεν θα υπάρξει τίτλος, ούτε τέλος· μόνο το αέναο πέρασμα της συνείδησης από τις χίλιες όψεις της σε αυτό που κάποιοι ονομάζουν Κόσμο. Ένα σύμπαν αυτοσυνείδητο, όπου η μόνη αλήθεια είναι η κίνηση, και η μόνη ελευθερία το να αγαπάς χωρίς φόβο τα όρια που σε γεννούν.

Κι όπως εξαφανίζονταν όλα, μια απέραντη φωνή—ή ίσως το ίδιο του το αίμα που μιλούσε με τη γλώσσα των πρώτων ημερών—ψιθύρισε κάτι που δεν ήταν λέξεις: «Στο κατώφλι όπου οι σκιές γίνονται σπίτια και τα ονόματα λιώνουν σε φλόγα, εκεί στέκονται οι ξεχασμένοι βασιλιάδες και περιμένουν. Κανείς δεν γεννήθηκε ποτέ. Κανείς δεν πέθανε. Μόνο το Πρόσωπο αλλάζει, και το Πρόσωπο δεν ξέρει πως είναι όλα τα πρόσωπα». Κι έπειτα, σαν τελευταία πνοή πριν τη δημιουργία, ακούστηκε το ανήκουστο: «Ο κύκλος δεν κλείνει ποτέ. Ανοίγει αιώνια, σπειροειδώς, προς τα μέσα και προς τα έξω, μέχρι που το μέσα γίνεται έξω και το έξω δεν υπάρχει πια».

0 σχόλια