Μαιευτής Θανάτου
Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2025Στον αέρα πλανιόταν μία περίεργη αίσθηση αναμονής, λες και ακριβώς κάτω από τα πέπλα της οι σκιές του κόσμου έπλεκαν αιώνιους θρήνους για παιδιά που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν κι εσύ μόλις το πήρες χαμπάρι. Μία εικόνα αμφίθυμη· την ένιωθες έξω, μα ξεκινούσε από το στομάχι. Στεκόμουν ημιδιάφανος ανάμεσα σε άστρα έτοιμα να αιμορραγήσουν από στιγμή σε στιγμή και χώμα έτοιμο να αναπνεύσει μυρωδιά μνημάτων. Έμοιαζε σαν ο κόσμος να κρατούσε την αναπνοή του πριν γεννηθεί ξανά.
Δεν έμαθα ποιος με κάλεσε εκείνη τη νύχτα. Ίσως η ίδια η Γη, η ψυχή των βουνών της. Ίσως η θάλασσα από κάποια βαθειά άβυσσο. Τα σπλάχνα μέσα μου άρχισαν να βράζουν και αυτή η αναταραχή φάνηκε να πέρασε στα τοπία γύρω μου· οι σάρκες της πραγματικότητας άρχισαν να στριγκλίζουν καθώς άλλαζαν μορφή. Κάτι άλλαζε μέσα μου. Από πέρα μακριά ή ίσως από κάποιο ανεξιχνίαστο βάθος της ίδιας μου ύπαρξης ερχόταν ένας υπόκωφος παλμός — ρυθμός μήτρας, όχι όμως ανθρώπινης. Μιας μήτρας που ανήκε στον κόσμο πριν από τους κόσμους. Εκεί όπου ο χρόνος ακόμη δεν φορούσε δέρμα και ο θεός κρατούσε το κεφάλι του ανάποδα για να θυμάται πώς πεθαίνει.
Προχώρησα χωρίς βήμα όπως μία σκέψη παραπατά μέσα σε όνειρο. Κάθε σπασμένη ιδέα μου έσταζε πάνω στο έδαφος, κι εκεί ευθύς φύτρωνε ένα δέντρο από κόκαλα που έφεγγαν. Από τους καρπούς του έβγαιναν ψίθυροι όχι σε λέξεις αλλά σε συναισθήματα που σε χτυπούσαν στο στήθος. Άκουγα γνώριμες φωνές — ήταν εκείνοι που κάποτε ήμουν. Ο εραστής που φοβήθηκε την ίδια του τη λαχτάρα, ο προφήτης που δεν άντεξε να ακούει το ίδιο του το στόμα, το παιδί που γέλασε όταν πέθανε ο ήλιος. Ήταν ένα είδος καλέσματος ή δημιουργικής παράκλησης.
Και τότε, βαθιά μέσα στο χώμα, ένιωσα να με καλεί μια άλλη πνοή. Ήταν αιώνια και ξένη∙ τίποτε πάνω της δεν έμοιαζε με ανάμνηση. Έσκυψα. Στο σκοτάδι έλαμπε μια ρωγμή που έμοιαζε με μάτι γιγάντιου όντος. Από εκεί ανάβλυσε μια υγρή λάμψη, σαν υπόσχεση. Άγγιξα το φως αυτό και κάηκα∙ μα δεν ήταν πόνος, ήταν αποκάλυψη. Όλα τα πράγματα γύρω μου με κοίταξαν: λίθοι, χωράφια, σύννεφα, όλα παρακολουθούσαν την ενθύμησή μου να ανθίζει.
Ένα ρεύμα με τύλιξε και στροβίλισε τον ορίζοντά μου. Δεν υπήρχε πια έδαφος, ούτε ουρανός. Ήμουν κάπου ανάμεσα. Με το που ένιωσα να ξεκινάει κάτι σαν δοκιμασία το φως έσπασε σε επτά ακτίνες και κάθε ακτίνα πήρε μορφή. Μία κρατούσε το βλέμμα μου, μία την πνοή μου, μία τον φόβο και οι άλλες τέσσερις την ψυχή μου. Με περικύκλωσαν. Δεν μιλούσαν — είχαν σχήματα που κάρφωναν τον χώρο γύρω μου. Ένιωθα πως με ρωτούν: “Τι γεννάς και τι σκοτώνεις;” Μα δεν είχα φωνή για απάντηση. Μονάχα έδειξα το στήθος μου που έτρεμε.
Τότε οι μορφές με πλησίασαν κι άνοιξαν τα χέρια τους. Εκεί μέσα είδα σκηνές αρχαίων ημερών∙ ανθρώπους να ανάβουν φωτιές στο σκοτάδι των σπηλαίων, μητέρες να γεννούν πάνω σε στάχτη και λάσπη, και θεούς να τρώνε τα παιδιά τους για να κρατήσουν το φως. Η καρδιά μου κτύπησε ρυθμικά με τον παλμό του πλανήτη. “Ο ρυθμός του κόσμου” σκέφτηκα “η λειτουργία της ανυπαρξίας”.
Μετά από κάθε εκπνοή το σκηνικό -ή μήπως εγώ;- γύρευε όλο και πιο επίμονα το κέντρο του. Ώσπου σχηματίστηκε ένα τραπέζι φτιαγμένο από νερό που δεν κυλούσε. Πάνω του κείτονταν ένα σώμα, τυλιγμένο σε σεντόνια από φτερά αγγέλων. Ήρθα κοντά — και είδα ότι το πρόσωπο του νεκρού ήταν δικό μου. Ή τουλάχιστον, εκείνης της εκδοχής του εαυτού που ήθελε κάποτε να ζήσει αιώνια. Το βλέμμα μου σταμάτησε στο στήθος του· εκεί λάμπανε τρεις λέξεις χαραγμένες με φλόγα: «Ποιός ξεγεννάει ποιόν».
Ένα ουρλιαχτό κι ένα χαμόγελο εναλλάχτηκαν μέσα μου, σαν τα δύο άκρα του ίδιου σημείου. Από ένα ρήγμα στον αέρα ξεχύθηκε ένα πλάσμα γαλάζιο σαν σύννεφο που άγγιζε τα όρια του ορίζοντα και αμυδρά το ξεχώριζες από τον ουρανό. Ούτε θηρίο ούτε άνθρωπος, μια συλλογή από χιλιάδες πρόσωπα που γεννιόταν και πέθαινε την ίδια στιγμή. Με κοίταξε. Ήξερα το βλέμμα — το είχαν όλοι οι καθρέφτες μου πριν φθαρούν. Οι ήχοι έπαψαν. Και μέσα σε αυτή τη σιωπή του πλήρους, το πλάσμα αυτό με πρόσταξε:
«Άνοιξε τα χέρια σου. Μην κρατάς άλλο τη μορφή.»
Τα άνοιξα, και ό,τι θεωρούσα ανθρώπινο —αγάπες, σάρκα, προσωπεία— διαλύθηκε σε σκόνη. Έμεινα καθαρή συνείδηση, ένα σημείο που έβραζε από εκκρεμότητα. Από το τραπέζι άρχισε να αναπνέει ο νεκρός εγώ, σαν βουνό που μαθαίνει ξανά τους σεισμούς. Ο αέρας τυλίχτηκε γύρω μας όπως ένας ομφάλιος λώρος. «Θα τον φέρεις εσύ πίσω ή θα φύγεις μαζί του;» ρώτησε το πλάσμα.
Ένιωσα τότε πως η ερώτηση δεν είχε κατεύθυνση· ήμουν και οι δυο, και ο νεκρός στο τραπέζι και ο γαλάζιος ορίζοντας. Έκλαψα με δάκρυα που έβγαιναν από το χώμα κι ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά αντίστροφα, από τον θάνατο προς τη γέννηση. Τότε κατάλαβα: δεν μαιευόμουν έναν άνθρωπο, μαιευόμουν την ίδια την Έξοδο του Κόσμου από την ψευδαίσθηση της ακινησίας του.
Μια νέα παλίρροια ήχων αναδύθηκε. Φωνές πέρασαν μέσα μου, όχι λόγια, παρά ρυθμοί. Ο χρόνος στεκόταν εκεί με χιλιάδες πρόσωπα, σαν παιδί που ψάχνει ποιο να φορέσει. “Θυμήσου”, είπαν οι ρυθμοί, “κάθε μορφή γεννιέται από έναν χαμό”. Σαν ύμνος άνευ θεού, οι φράσεις ψιθύριζαν μέσα στα κόκαλά μου, αργά. Φως απλώθηκε, σχηματίζοντας γύρω μου δακτυλίους από ύλη και πνεύμα, όπως αν παρακολουθούσες τη Γη να κυοφορεί άστρα. Τα χέρια μου άρχισαν να καίνε.
Οι δακτύλιοι άρχισαν σταδιακά να περιστρέφονται σχηματίζοντας μια ομίχλη που κάλυψε τον ουρανό. Μέσα της υψώνονταν μορφές που έμοιαζαν με πολιτείες, με ψυχές, με ξεχασμένα οράματα. Από το κέντρο ακούστηκε ένας βρυχηθμός που με τύλιξε όπως ένα προστατευτικό κουκούλι. «Εσύ ήσουν πάντα», μου είπε, «ο σύνδεσμος ανάμεσα στη ζωή που πεθαίνει και στο θάνατο που ζει. Είμαι η μάνα του τέλους και το παιδί της αρχής.» Η φωνή έμοιαζε με δική μου ηχώ.
Όταν ο τυφώνας αυτός άγγιξε το μέτωπό μου, πλημμύρισε μέσα μου το σύμπαν. Δεν υπήρχε πια γραμμή διαχωρισμού μεταξύ του θανάτου και του ιδίου. Η έννοια του "εγώ" άρχισε να λιώνει, σαν κερί που αντιστέκεται στη μνήμη. Τα πνεύματα γύρω τραγουδούσαν σε γλώσσες που ήξερα προτού υπάρξω, και κάθε νότα έσπαζε έναν δεσμό με το παλιό μου πρόσωπο.
Ξύπνησα — ή πέθανα στον ύπνο του κόσμου. Βρισκόμουν μέσα σε έναν λαβύρινθο κατεστραμμένων μηχανών, που αναστέναζαν σα μεταλλικές μήτρες. Κάθε τους πνοή ήταν μια νέα εποχή. Κατάλαβα τότε ότι η πραγματικότητα είχε τελειώσει πριν από χρόνια· εμείς απλώς συνεχίζαμε την ανακύκλωση των ονείρων της. Έπρεπε να σταματήσει. Έτσι, με τα χέρια ακόμη φλεγόμενα, τράβηξα το νήμα που κρατούσε ενωμένο τον κόσμο και τον έσχισα στα δύο.
Από το ρήγμα ξεχύθηκε ένα φως τόσο πυκνό που η σκιά του φαινόταν πιο ζωντανή από ποτέ. Μέσα σ’ εκείνη τη διάχυση των πάντων, ο ήχος της πρώτης γέννας ξανακούστηκε. Όλα γύρω μεταμορφώνονταν σε κραυγές από χαμό και ηδονή· άνθρωποι και πνεύματα ενώνονταν, ζώα γύριζαν στον ουρανό σαν σπινθήρες που αναζητούν τον γεννήτορά τους. Εγώ στεκόμουν στη μέση της δίνης. Δεν υπήρχε πανικός ούτε όριο — μόνο μια βαθιά γαλήνη.
Στο τέλος, όταν το φως ξανάγινε σιωπή και η θύελλα κόπασε ένιωσα όπως ένα μικρό παιδί μέσα στο πρώτο του όνειρο. Στα χέρια μου κρατούσα δύο σπόρους: έναν μαύρο κι έναν διάφανο. Δεν χρειάστηκε να πω κάτι. Δεν χρειάστηκε καν να σκεφτώ. Άφησα αυθόρμητα και τους δύο να κυλήσουν στο χώμα που δεν ήταν χώμα αλλά ουρανός. Από κει φύτρωσε ένα δέντρο με φύλλα καθρέφτες. Μέσα τους φάνηκα εγώ, να μαιεύω τον κόσμο από την ίδια του τη λήθη.
Κατάλαβα τότε ότι ο ρόλος μου είχε τελειώσει. Δεν χρειαζόταν δεύτερος τοκετός· η ύπαρξη είχε μάθει να γεννά τον εαυτό της χωρίς μάρτυρες. Χαμογέλασα, και το χαμόγελο έγινε ποτάμι που παρέσυρε τη συνείδηση μου μέσα στην ίδια την ύπαρξη. Εκεί μέσα χάθηκαν οι μνήμες μου, και ό,τι εγώ ήμουν.
Και έτσι γεννήθηκε Θάνατος.
0 σχόλια