Ο ψυχοναύτης

Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2025

Γεννήθηκε ανάμεσα σε τέσσερις ήλιους που έσκιζαν τον ορίζοντα σαν διαγώνιες χαρακιές. Το σύμπλεγμα αυτό των τεσσάρων άστρων είχε ονομαστεί σύστημα του Υιού· εκεί όπου ένας λευκός προς μπλε γίγαντας γάζωνε αλύπητα τις ραφές της δημιουργίας, ένας λευκός νάνος σφύριζε τις μικρές ψαλμωδίες της κατάρρευσης, ένας ημίλευκος ακόμη μικρότερος νάνος κρατούσε το μέτρο, και ένας καφέ, ο μικρότερος απ’ όλους, ζέσταινε θαμπά τα υπόγεια νερά του ασυνειδήτου. Σ’ αυτό το τετραπλό σταυρό ο ομφάλιος λώρος του ήρωα γινόταν σχοινί ναυτικού, κόμπος και θηλιά, και σκοινί ανάβασης. Όσοι είχαν δει πίσω απ’ τα βλέφαρά του θραύσματα από άλλη θάλασσα με άλλον ουρανό τον είχαν πει ξενιστή. Όχι γιατί κουβαλούσε κάποιο θηρίο μέσα του, αλλά γιατί φιλοξενούσε μια αναλογία που δεν αντιστοιχούσε σε κανένα τοπικό μέτρο: οι πρώτες του ύλες ήταν από εδώ, και οι αναλογίες τους ήταν καθρέφτισμα από ένα “εκεί”, από το «εκεί» εκείνο που μοιάζει με άνοιγμα πύλης σε αντίθετη φάση. Τα οστά του μεγάλωναν προς μια πλευρά και η σκιά του προς μία άλλη, κι αυτό τον ανάγκαζε να βαδίζει πλάγια ανάμεσα σε κόσμους.

Πριν μάθει την άλγεβρα των άστρων, άκουσε το πρώτο παράγγελμα: δεν υπάρχει ευθεία χωρίς σπείρα, ούτε κέντρο χωρίς απόκλιση. Τα δάχτυλά του κοκκίνιζαν από τη σκόνη των νεφελωμάτων όταν χάραζε νοητικά τους πρώτους χάρτες, κι αργότερα, όταν του φόρεσαν το σώμα για διαβατήριο, είδε πως οι νυχτερινές του αναπνοές έμοιαζαν με παλίρροιες σκοτεινής ενέργειας. Οι παλμοί στους κροτάφους του ήταν δορυφόροι. Μια φωνή στα ενδότερα, κάποτε γλυκιά, κάποτε σπασμένη, τον προειδοποιούσε: «Αν στραφείς απότομα θα σε πετάξουν μακριά οι στρόβιλοι. Πρόσεχε τα κατωρεύματα, πρόσεχε τα βλέμματα που λοξοκοιτούν. Μάθε να γλιστράς εκεί που νομίζουν πως θα πνιγείς.» Ήταν τότε που κατάλαβε πως η ύπαρξη δεν μετριέται με δρόμους αλλά με εφαπτόμενες.

Δεν του χρειαζόταν πυξίδα. Ο ξενιστής ως εκ γενετής ψυχοναύτης, προτού σαλπάρει, είχε ήδη μάθει να σταθμίζει τις βαρύτητες με το στήθος καθισμένο σαν εκκρεμές στην άκρη του. Πλανήτες τον τραβούσαν με χαραγμένες φωνές: ελάφρυνε, λέει, και κλέψε γωνία από τον χρόνο μου, κάνε βαρυτική σφεντόνα απ’ την εξομολόγησή μου, φύγε πιο γρήγορα με δώρο την αδράνειά μου. Αστέρες τον προειδοποιούσαν: αν έρθεις πολύ κοντά θα ξεχάσεις το σχήμα σου. Εκείνος μάθαινε να ισορροπεί, να μπαίνει σε τροχιές που δεν υποτάσσονταν σε φιλοδοξίες μα σε ανάγκες ακριβείας. Στις καταιγίδες υποατομικών σωματιδίων, όπου τα νετρίνα περνούσαν σαν σφυρίγματα ορφανών σε γκρίζο σούρουπο, άνοιγε πανιά από όνειρα και ανάσες, λεπτά σαν μυστικό, κομμένα σαν υπόσχεση. Χρησιμοποιούσε τις θερμικές διαστολές των αναμνήσεων, τα κύματα των αόρατων αυτοαμφισβητήσεων, την αλμύρα των δακρύων σαν ηλεκτρολύτη, για να φορτίζει το όχημα που δεν φαινόταν στους άλλους—το σκάφος της προσοχής του.

Στην αρχή, μιλούσαν γι’ αυτόν σαν για ατύχημα ευνοϊκό. Μετά σαν για επικίνδυνο χρησμό. Κάποιοι τον έλεγαν αλαζόνα, κι άλλοι βουβό. Μια γυναίκα με μάτια απογευματινά κάποτε του είπε: «Αν πλεύσεις πολύ, θα ξεχάσεις πόσο κόστισε το νερό.» Εκείνος χαμογέλασε προσπαθώντας να μην απαντήσει με σιωπή. Η σιωπή του ήταν πύλη που τραβούσε ό,τι πλησίαζε. Έτσι, αντί για λόγια, της έδωσε ένα μικρό βότσαλο από παγωμένο φως, και κράτησε για τον εαυτό του μόνο την απόφαση: ο υποσυνείδητος σκοπός του—που μόλις τώρα ανέβαινε απ’ τα υπόγεια σαν διακριτικός κρότος —ήταν να φτάσει πολύ κοντά στο κέντρο του σύμπαντος, να ισορροπήσει σε απόσταση βολής, και θυσιαστικά να το γονιμοποιήσει. Όχι με βιαιότητα. Με ευθυγράμμιση. Με την ακρίβεια του οβολού που πέφτει χωρίς τρέμουλο στο σωστό πηγάδι.

Η πορεία ξεκίνησε σε πλατφόρμες από σκέψη. Έδεσε πρώτα στα σημεία ισορροπίας, εκεί όπου οι βαρύτητες ακυρώνουν η μία την άλλη και μια ανάσα κάνει τη διαφορά. Σαν εξερευνητής των σημείων Λαγκράνζ, έμαθε το περίεργο γλύκασμα της σχεδόν-ηρεμίας. Εκεί που τίποτα δεν φαίνεται να κινείται κι όμως η μικρότερη κίνηση είναι εκκωφαντική. Εκεί ξεδιάλυνε πέντε σημάδια του βίου που δεν παραδέχτηκε ποτέ. Πρώτον: μεγάλωσε σε κοιλάδα όπου οι κραυγές μιμήθηκαν άστρα, και σταμάτησε να ζητάει όνομα. Δεύτερον: όταν ζήλεψε για πρώτη φορά, ο ζήλος πήρε μορφή δορυφόρου και τον κυνήγησε μέχρι δακρύων. Τρίτον: τον έσωσε κάποτε ένα παιδί στου ονείρου την προκυμαία όταν η θάλασσα έτρεμε από γεγονότα που δεν έγιναν. Τέταρτον: έκρυψε στον λαιμό του τρεις λέξεις που δεν θα πει προτού δει το κέντρο. Πέμπτον: ντράπηκε για κάτι που άξιζε να δοξάσει. Τα κράτησε τα σημάδια αυτά σαν άστρα να αργοσβήνουν, και τα κρέμασε στο κατάρτι του.

Ήταν αναπόφευκτο να βρει στρόβιλους. Ανωρεύματα και κατωρεύματα που δεν ήταν πάντα τροχιές ουράνιες. Ήταν και πρόσωπα. Ήταν στιγμές όπου μια μνήμη περιστρεφόταν τόσο γρήγορα γύρω από τον εαυτό της που ακουγόταν σαν βουητό με θραύσματα μουσικής. Έβλεπε από μακριά τη σκουριά στο στόμα τους και την υπόσχεση: έλα, θα σε δροσίσουμε με ύπνο. Τότε έστριβε πλάγια με μια μικρή θυσία: άφηνε πίσω του ένα αντικείμενο αγαπημένο, ένα σύμβολο που τον βάραινε με αγάπη, μια παλιά φωνή που έλεγε «κράτα λίγο ακόμη». Ο έξυπνος ναυαγός δεν αρνείται τη βοήθεια του ανέμου. Την στρέφει. Την διασπά. Την περνά από σχισμές. Μια φορά, όταν τον έπιασε δίνη που μύριζε αντρειοσύνη, χρησιμοποίησε το ίδιο του το σφάλμα σαν ιστίο. Άλλοτε, όταν μια άλλη δίνη από θαυμασμό απειλούσε να τον τραβήξει σε τροχιά υπέρλαμπρη κι αδιέξοδη, έσπασε το καθρέφτισμα με ερώτηση. Οι απαντήσεις είναι βαριές. Οι ερωτήσεις σε ελαφραίνουν.

Ώσπου μετά από χρόνο ατελεύτητο σε μακρινό πεδίο, η σκόνη παραμέρισε, και φάνηκε το κέντρο σαν υπόνοια δύναμης, σαν ημιδιαφανής κόρη οφθαλμού. Δεν ήταν φτιαγμένη ούτε από καλοσύνη ούτε από σκληράδα. Ήταν από ό,τι σε διαπερνά. Ο ψυχοναύτης έσφιξε λίγο το κορμί του σαν να επανάφερε ένα παλιό τραύμα για να θυμηθεί το βάθος του, και κατευθύνθηκε κατά κει με αργές παρεκτροπές που μόνο αυτός ένιωθε. Ενδιάμεσα, στα πεδία των μαγνητισμών, συνάντησε το Φως του Λάθους—μία λευκή φιγούρα, σαν σκιά χωρίς περιφέρεια, που μιλούσε με μετωνυμίες. «Δεν έχεις κέντρο» του είπε. «Έχεις κατωφύλακες.» Εκείνος απάντησε: «Αν δεν υπήρχαν, θα είχα ήδη τελειώσει κι αυτό δεν θα ήταν τελείωση.» Και ήταν αλήθεια. Η πορεία του δεν ήταν προς «κάπου» αλλά προς μια ακριβή σχέση αποστάσεων, ένα σύμπλεγμα βελών που όλα έδειχναν σε μία στιγμή που επίτηδες αργούσε.

Όταν οι καταιγίδες των υποατομικών σωματιδίων ξεκαρφώθηκαν απ’ τα πλέγματα, ο κόσμος έμοιασε με μέλισσα που είχε χάσει τον χορό της. Πρωτόνια, ηλεκτρόνια, κουάρκ και γλουόνια έγιναν ράκη από παλιές φράσεις, έπεσαν πάνω του, τον έγδυσαν, τον έντυσαν άλλον. Κάθε φορά που θυμόταν μια χαμένη αγκαλιά, τον χτυπούσε μια βροχή από μιόνια άγευστη, κρύα. Κάθε φορά που θυμόταν μια προδοσία, τον έβρισκε θύελλα από φωτόνια που έλεγχαν τί είναι δικό του. Στον βυθό αυτών των καταιγίδων, έμαθε να κρατάει υψόμετρο με τα χέρια ανοιχτά, σαν να έπιανε ένα αόρατο τιμόνι. Ο νους του έγινε ραδιοφωνικός δέκτης που γυρνάει αργά τη ροδέλα μέχρι να συντονιστεί με τον αδύνατο σταθμό. Τότε άκουσε το σπάσιμο: πίσω από τα βουητά κάποιος ανέπνεε με τον ρυθμό του. Κάποιος που δεν ήταν ακριβώς αυτός, κι ας έδινε στους χτύπους το σχήμα του. Ήταν το άλλο σύμπαν, η πηγή του ξενιστή μέσα του βαθειά που του έδωσε ένα σημάδι σαν δείκτη: «Σπείρε όταν φτάσεις σε απόσταση βολής. Μην σφίξεις. Μην κλείσεις. Άσε τον κόσμο να σε περάσει.»

Η ιστορία του δεν ειπώθηκε σε μια σειρά. Ερχόταν πίσω του με αναδρομές που μοιάζανε με πένθιμους μετεωρίτες. Παιδί, έστηνε πέτρες γύρω από ένα πηγάδι κι ευθυνόταν για το ότι κρύωνε το νερό. Έφηβος, φόρεσε πανοπλία από άγνοια και νόμισε ότι ήταν ασάλευτος. Εραστής, κοίταξε ένα πρόσωπο με τόση δύναμη που δεν πρόσεξε τον ήλιο πίσω του. Τα μάζεψε σε σφραγισμένους φακέλους και τους άφησε να αιωρηθούν σαν επιτόκια προσδεμένα στη τράπεζα του πεπρωμένου. Κάθε φορά που μια παλιά σκιά ζητούσε ζεστασιά, την κρεμούσε από ένα αστρικό δοκάρι κι ύστερα την έλυνε τρυφερά, για να της μάθει τον καινούργιο ρυθμό. Ο ρυθμός δεν ήταν κτύπος. Ήταν ιχνογράφημα πεδίου.

Σε μια κρύα καμπή, λίγο πριν ο κύριος γίγαντας του συστήματος του Υιού του χαρίσει άλλη μια σφεντόνα, βρέθηκε απέναντι από εκείνον που πολλοί θα ονόμαζαν Σιωπηλό Θεατή, κι άλλοι θα φοβόντουσαν να κοιτάξουν: μια φιγούρα που έμοιαζε απόλυτα με τον ίδιο αλλά ήταν λουσμένη με τα θερμά απομεινάρια εκρήξεων από προγενέστερες γεννήσεις. Δεν μίλησε αυτός. Μίλησε η σκιά της σκιάς του: «Αν προχωρήσεις, δεν θα σε αναγνωρίσει κανείς.» «Αν δεν προχωρήσω» είπε «θα με αναγνωρίσει ο παλιός μου εαυτός και θα με κλειδώσει.» Και τότε η φιγούρα έκανε στην άκρη και φανέρωσε ένα πεδίο εκτροπής σα βαρυτικό φακό, όπου το φως λύγιζε ίδιο με θλίψη προτού γίνει φωνή. Πέρασε. Κι από εκεί και πέρα η κίνηση έγινε σαν διαλογισμός πάνω σε καράβι του χρόνου—όπου ο σκοπός δεν είναι να φτάσεις, αλλά να γίνεις συνάρτηση.

Όλα του τα πολυμήχανα εργαλεία ήταν τώρα διαθέσιμα : επαγωγές από γεννήτριες φόβου που μεταποίησε σε ρεύμα χρήσιμο, διαφορά δυναμικού ανάμεσα σε επιθυμία και αλήθεια που την έκανε μοτέρ, φαινόμενα Κοριόλις που τα μετέτρεψε σε πλάγιο βήμα, κυματισμούς σκοτεινής ύλης που έδεσε στο γόνατο. Στα κάθετα φιδογυρίσματα, όταν ένα κομμάτι του απειλούσε να ραγίσει σαν χλωμή κρούστα, θυμόταν την υποδοχή που του επιφύλαξαν οι τέσσερις αστέρες την ώρα της πρώτης του έκθεσης στο κρύο—μια τετραφωνία από φως με ξεχωριστές μερίδες στο τραπέζι: ο μπλε-λευκός του έδωσε ορμή, ο λευκός νάνος σύνεση, ο ημιλευκός μικρός την ευελιξία, ο καφέ την αντοχή. Τα τέσσερα αυτά εφόδια, αόρατα, τον κρατούσαν στην κεκλιμένη αλήθεια του.

Όσο πλησίαζε, η έννοια του χρόνου έκανε το συνήθη κόλπο της εξαπάτησης: επιτάχυνε και σταματούσε σαν ζώο τρεμάμενο που δεν θέλει να πιει απ’ το χέρι σου. Κι εκείνος, σαν χειρουργός που αφαιρεί σιωπηλά το περιττό, αφαιρούσε από τη σκηνή καθετί που θα τον διέλυε μέσα σε μερικές κινήσεις. Στις κλειστές ελλείψεις, έριχνε την άγκυρα λίγο πριν το σημείο ρήξης, περίμενε το μικρό κύμα αντίστασης και μετά άφηνε το σώμα να υπακούσει στη σωστή ευστάθεια. Ανθρώπινα μιλώντας: έλεγε ναι στον πόνο που ήταν καθαρός, και όχι στον πόνο που ήθελε να γίνει εξουσία. Και κάθε «ναι» και «όχι» ήταν μικρά βαρίδια που προσθαφαιρούνταν, αφήνοντάς τον λιγότερο και περισσότερο ταυτόχρονα.

Όταν έφτασε σε μια ηλικία δίχως έτη είδε το κέντρο. Ήταν ανοιχτό χωνί και φως, μαύρη σκηνή και υπόσχεση γέλιου, κι ένα νεύμα που δεν απευθυνόταν σε κανέναν. Ένιωσε τις παλίρροιες των παλιών δεσμών να εκτείνονται μέσα του σαν καλώδια που τραβούν από δω κι από κει. Το σώμα του έγινε ένα σταυροδρόμι από τάσεις. Αν άφηνε την αριστερή πλευρά να νικήσει θα χανόταν από περιδίνηση. Αν υπάκουε στη δεξιά θα γινόταν άσπρος θόρυβος. Έπρεπε να ισορροπήσει «σε απόσταση βολής.» Έκλεισε τα μάτια χωρίς να κλείσει την επαφή του με το κόσμο. Κράτησε το παιδί που τον έσωσε, αγκάλιασε τον εραστή που πέρασε, τίμησε τον έφηβο που μπέρδεψε δύναμη με σιωπή, φίλησε τον οδοιπόρο που νόμιζε πως ξέρει, μίλησε χαμηλά στον ξενιστή μέσα του που ήταν ο ίδιος από άλλο κόσμο και είπε : «Τώρα. Τώρα, χωρίς εμένα και με μένα.»

Η γονιμοποίηση δεν ήταν πράξη. Ήταν συντονισμός. Μια ευθυγράμμιση τόσο λεπτή που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη σε όλες τις μεγάλες ιστορίες. Έλυσε τον κόμπο στους ώμους, άνοιξε την κόψη του λαιμού σε αναπνοή, άπλωσε το ανάμεσα στα δάχτυλά του σαν δίχτυ που δεν πιάνει αλλά αφήνει. Και τότε φάνηκε το σπέρμα που δεν ήταν σπέρμα. Ήταν ένα μερίδιο συχνότητας, ένα μοτίβο αναλογιών από την άλλη πλευρά της πύλης, του κόσμου εκείνου εξαιτίας του οποίου τον είχαν δώσει το προσωνύμιο “ξενιστής”, μεταφρασμένο στην τωρινή ύλη του. Διαπέρασε τον χώρο όχι σαν βέλος αλλά σαν αναστεναγμός που βρήκε θέση. Το κέντρο, για μια στιγμή κοντοστάθηκε. Δεν άλλαξε. Μετά χαμογέλασε. Η βαρύτητα ξέχασε κάτι, η σιωπή θυμήθηκε κάτι άλλο, και οι τέσσερις Ήλιοι του συστήματος του Υιού άνοιξαν σε άλλη τετραφωνία που δεν ήξερε πως ήξερε.

Έγινε σιωπή με υφή. Όχι κενό. Πεδίο που ένιωθες να στέκει, και το σώμα του, που ως τότε ήταν εργαλείο, έγινε χώρος. Δεν απέκτησε τίποτα. Έπαψε να επιμένει σε κάτι που δεν χρειαζόταν. Οι περιδινήσεις συνέχισαν να υπάρχουν για όσους χρειάζονταν εκπαίδευση στη φυγόκεντρο. Οι καταιγίδες των υποατομικών σωματιδίων συνέχισαν να βράζουν στις άκρες των ιστοριών. Οι βαρύτητες δεν έγιναν ήπιες, απλώς τον αναγνώριζαν πια. Κι εκείνος, χωρίς να κουνήσει καράβι, μετακινήθηκε μια τρίχα παραπέρα κι όλος ο ουρανός άλλαξε θέση.

Αργότερα, σε κάποιον που ρώτησε «Και τώρα;», είπε: «Τώρα δεν είμαι οδηγός. Είμαι άνεμος σε στενό φαράγγι. Δεν σπρώχνω κανέναν, αλλά αν περάσεις θα σε βρεί ο ήχος.» Σ’ εκείνη με τα απογευματινά μάτια που τον φόβισε τότε με την ερώτηση για το νερό, έδωσε νερό δίχως κόστος, κι εκείνη του έδωσε μια παιδική λέξη που έλειπε από την τριάδα στον λαιμό του. Σ’ εκείνους που τον είπαν αλαζόνα, έστειλε μια λέξη κενή, να στριφογυρίσει ώσπου να γεμίσει από μόνη της. Σ’ εκείνους που τον είπαν βουβό, χαμογέλασε με κίνηση ώμων που έμοιαζε με ζωγραφιά.

Αν κάποιος ψάξει τον παλιό του χάρτη, θα βρει σημειώσεις με μολύβι: «μη συγχέεις την τροχιά με τον προορισμό». «οι ευθείες χρειάζονται σπείρα για να επιβιώσουν.» «η απόσταση βολής είναι τρυφερή, όχι σκληρή.» «ο ξενιστής δεν είναι κατοχή. Είναι φιλοξενία του ίδιου κόσμου με άλλα μέτρα.» Και ανάμεσά τους μια αναγραφή χωρίς υπογραφή: «όταν φτάσεις, μη βιάζεσαι να πεις ότι έφτασες».

Το σύστημα του Υιού, που κάποτε ήταν θόρυβος στον ορίζοντα της γέννησής του, συνέχισε να τραγουδά με τους τέσσερις του τόνους. Ο μπλε-λευκός γίγαντας έμεινε απόμακρος πατέρας με ανοιχτή παλάμη, ο λευκός νάνος ψίθυρος γεωμετρίας, ο ημίλευκος μικρός νάνος εύκαμπτη χορδή, ο καφέ ζεστό υπόγειο νυχτερινό. Ο ψυχοναύτης τους χαιρέτησε χωρίς χέρι, με τον εσώτερό του νου που τώρα ήξερε να βλέπει. Και πήρε να ανηφορίζει ξανά όχι μακριά από το κέντρο, μα γύρω του, σε δυο δάχτυλα απόσταση, όπως γυρνάς γύρω απ’ το μέτωπο κάποιου που αγαπάς δίχως να τον αγγίξεις. Στο βάθος—πολύ βάθος—οι ράγες των ιστοριών άλλαζαν θέση ανεπαίσθητα. Το άθροισμα των μικρών αλλαγών έκανε μια νέα τάξη που δεν πρόδιδε τίποτε, και όμως φαινόταν σε όποιον ήξερε να ακούει.

Και τότε κατάλαβε το πιο μικρό, που ίσως ήταν το πιο μεγάλο: ότι η γονιμοποίηση δεν τελειώνει ποτέ, συμβαίνει κάθε στιγμή που οι αναλογίες από το "εκεί" μεταφράζονται στο εδώ με την τρυφερότητα ενός αδιόρατου τώρα. Κι ότι αυτή η ροή δεν είναι ούτε του κόσμου τούτου ούτε κάποιου άλλου — δεν είναι δική του ούτε κανενός. Ανήκει στο ανάμεσα, εκεί όπου η πύλη είναι ραμμένη κάτω από τα πόδια, και η ροή φυσά και ξεφυσά κάθε φορά που κάποιος κάνει να φύγει, ώστε να τον λυγίσει προς μία κατεύθυνση που δεν έχει βία αλλά νικιέται με χαμόγελο.

0 σχόλια