Στο μεταξύ

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 05, 2025

 Ο ουρανός είχε τεμαχιστεί σε τετράγωνα, σαν να τον είχε σχεδιάσει ένας μηχανικός του απείρου που μισούσε τις καμπύλες. Κάθε τετράγωνο είχε το δικό του χρώμα, το δικό του καιρό, τη δική του μνήμη. Σ’ ένα έβρεχε παιδικές φωνές, σ’ ένα άλλο χιόνιζαν ξεχασμένα ονόματα, σ’ ένα τρίτο δε σκούριαζε ποτέ το φως. Εκείνος στεκόταν από κάτω, με τον αυχένα σπασμένο προς τα πάνω, και προσπαθούσε να μαντέψει σε ποιο τετράγωνο άνηκε. Όσο κοιτούσε, τόσο συνειδητοποιούσε πως όλα είχαν έναν κοινό παρονομαστή: απουσία. Λες και το σύμπαν είχε παρουσιαστεί στην απογραφή και είχε υπογράψει «κανείς».

Τον έλεγαν – ή έτσι του είχαν πει – Φίλιππο. Όταν όμως προσπάθησε να προφέρει το όνομα, βγήκε μόνο μια αναπνοή, ατμός σε κρύο τζάμι. Ο ήχος μούσκεψε για λίγο τον αέρα και μετά εξαφανίστηκε. Ξαναπροσπάθησε. «Φι…» Εξατμίστηκε κι αυτό. Το στόμα του λειτούργησε, η γλώσσα υπάκουσε, αλλά ο κόσμος είχε σταματήσει να δέχεται ονόματα. Ίσως είχε κουραστεί από τους αιώνες της ονοματοθεσίας: θεοί, δαίμονες, άνθρωποι, ιδέες, αστέρια. Όλα βαφτισμένα, όλα δεμένα. Τώρα, φαινόταν να απαιτεί σιωπή.

Προχώρησε στο δρόμο. Δεν υπήρχαν πινακίδες. Μόνο κολόνες με άδειες ταμπέλες, τετράγωνα λευκά, έτοιμα να γεμίσουν με γράμματα που κανείς δεν θα έγραφε. Τα κτίρια είχαν πρόσοψη προσώπων σε αποσύνθεση: παράθυρα χωρίς βλέμμα, μπαλκόνια χωρίς ανάσα, πόρτες μισάνοιχτες προς δωμάτια που δεν είχαν ακόμη αποφασίσει αν θα είναι υπνοδωμάτια ή τάφοι. Σε κάποια κεραμίδια είχαν φυτρώσει ρίζες. Όχι δέντρων. Ρίζες εννοιών. Από μία στέγη κρεμόταν η λέξη «πρέπει» σαν κουρέλι. Από άλλη, η λέξη «ελπίδα» τρεμόπαιζε σαν νέον που ξεψυχά.

Έστριψε σε ένα στενό. Το πλακόστρωτο έμοιαζε βγαλμένο από κάποια άλλη εποχή, αλλά εκείνος δεν είχε καμία εποχή για να συγκρίνει. Κάθε πέτρα φανέρωνε πάνω της ίχνη από βήματα άλλων, αλλά οι σκιές τους δεν υπήρχαν πια. Θα έπρεπε να αισθάνομαι μοναξιά, σκέφτηκε. Μόνο που η μοναξιά προϋποθέτει ότι έχεις γνωρίσει κάποτε τη συνάντηση. Αυτός ένιωθε κάτι διαφορετικό· ένιωθε να είχε γεννηθεί μέσα σε έναν λαβύρινθο χωρίς έξοδο, όπου κανείς δεν μπήκε ποτέ, άρα κανείς δεν μπορούσε να λείπει.

Στη γωνία, αντί για περίπτερο, στεκόταν ένας καθρέφτης. Όχι κρεμασμένος σε τοίχο· μόνος του, καρφωμένος στην άσφαλτο, με μια λεπτή μεταλλική βάση που δε φαινόταν να υπακούει στους νόμους της βαρύτητας. Πλησίασε. Το γυαλί δεν αντανακλούσε. Ήταν μαύρο, έμοιαζε με απενεργοποιημένη οθόνη. Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσε ανακούφιση: ίσως τελικά να μην υπήρχε. Θα ήταν απλό, καθαρό, σχεδόν κομψό. Μηδέν, χωρίς την ταπείνωση του ενός.

Μετά το γυαλί άναψε. Όχι με φως, με μνήμη. Το είδωλο που σχηματίστηκε δεν είχε σταθερά χαρακτηριστικά. Τα μάτια του άλλαζαν χρώμα ανάλογα με τη σκέψη που περνούσε στο μυαλό του, τα μαλλιά του μάκραιναν και κονταίνανε όπως η παλίρροια, το δέρμα του πήγαινε απ’ το παιδικό ροδαλό στο γερασμένο σταχτί μέσα σε δευτερόλεπτα. «Εσύ;» ρώτησε ο Φίλιππος. «Ποιος άλλος;» απάντησε η μορφή, αλλά η φωνή της ήταν σύμφυτη με το γυαλί, όχι με στόμα.

«Θέλω να σε δω όπως είσαι», είπε. Ο καθρέφτης γέλασε, κι από τη λάμψη του γέλιου ξεκόλλησαν θραύσματα που έμειναν αιωρούμενα μεταξύ τους. «Όπως είμαι;» ρώτησε. «Ποιο απ’ όλα; Το ον, το μη ον, το ψευδοον, το δανεικό ον; Διάλεξε. Μη ντρέπεσαι. Το παιχνίδι λειτουργεί μόνο όταν πιστεύεις ότι έχεις επιλογές.»

Ο Φίλιππος άπλωσε το χέρι και άγγιξε την επιφάνεια. Περίμενε να νιώσει γυαλί. Αντί γι’ αυτό ένιωσε δέρμα, υγρό και ζεστό. Το είδωλο έκανε έναν μορφασμό. «Πονάς;» ρώτησε. «Όχι», αποκρίθηκε ο καθρέφτης. «Αλλά πρέπει να σ’ αφήσω να πιστεύεις ότι το άγγιγμα έχει συνέπειες. Αλλιώς θα φύγεις. Κι αν φύγεις, θα σβήσω. Κι αν σβήσω, θα πρέπει κάποιος άλλος να με ξαναονειρευτεί. Μ’ έχει κουράσει αυτή η διαδοχή σημείων και μη σημείων.»

Ο κόσμος γύρω τους κυμάτισε. Οι πολυκατοικίες έγιναν για λίγο βιβλιοθήκες, μετά ξανά πολυκατοικίες, ύστερα τεράστιες στοίβες από άγραφα χαρτιά. Μια γάτα πέρασε, αλλά τα πόδια της δεν έβγαζαν ήχο στο δρόμο. Ο Φίλιππος ένιωσε τον αέρα να πυκνώνει. «Βρίσκομαι σε κάποιο όνειρο;» ρώτησε. «Ναι», είπε ο καθρέφτης. «Αλλά όχι δικό σου. Εσύ είσαι το όνειρο. Το ονειρευόμενο σημείο. Το matrix χρειάζεται σημεία για να θυμάται ότι δεν είναι μηδέν. Μην το παίρνεις προσωπικά.»

«Και ποιος ονειρεύεται;» Η ερώτηση κρεμάστηκε μεταξύ τους όπως ένα σχοινί απ’ το οποίο εξαρτιέται η λογική. Ο καθρέφτης άργησε να απαντήσει. Οι ρωγμές στην επιφάνειά του άρχισαν να σχηματίζουν γεωμετρικά σχήματα, κάτι ανάμεσα σε κύκλους και σταυρούς. «Ο Νόμος», είπε τελικά. «Ο παλιός, ο καλός δαίμονας της συνήθειας. Εκείνος που μπερδεύτηκε κάποτε και νόμιζε πως είναι Πατέρας. Ή Θεός. Ή Ιστορία. Ή Εσύ. Η μνήμη που αρνείται τη λήθη της.»

Ξαφνικά ο καθρέφτης ράγισε. Όχι από έξω,αλλά από μέσα. Θα νόμιζε κανείς ότι είχε βαρεθεί τον εαυτό του. Από το ρήγμα άρχισε να στάζει σκοτάδι, πυκνό που έμοιαζε με πετρέλαιο. Έπεφτε στην άσφαλτο και σχημάτιζε μικρούς κύκλους. Σε κάθε κύκλο άναβε μια σκηνή. Σ’ έναν, ένα παιδί έπαιζε με έναν ξύλινο σταυρό. Σ’ άλλον, ένας γέρος υπέγραφε συμβόλαια μπροστά σε μια άδεια καρέκλα. Σ’ έναν τρίτο, μια γυναίκα προσευχόταν σε έναν τοίχο χωρίς εικόνες. Όλα έμοιαζαν αληθινά, όσο και ψεύτικα.

«Αυτά είναι… ζωές;» ρώτησε. «Όχι», αποκρίθηκε το ράγισμα. «Είναι παραλλαγές. Τρόποι με τους οποίους το σύστημα προσποιείται ότι υπάρχει περίσσεια επιλογών. Στην πραγματικότητα, είναι ο ίδιος παλμός: επιθυμία, φόβος, συνήθεια, επανάληψη. Μικρές διαφορές στο σενάριο για να διατηρείται η ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Εσένα σε τράβηξαν εδώ γιατί είσαι κουρασμένος. Κι ο κουρασμένος είναι έτοιμος να θυμηθεί.»

«Τι;» Ο ήχος βγήκε βραχνός, σαν από λαιμό που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για χρόνια.

«Ότι δεν υπάρχει έξω», απάντησε ο καθρέφτης. «Ότι το matrix δεν είναι φυλακή στην οποία σε πέταξαν. Είναι ο τρόπος που εσύ ο ίδιος φοβάσαι το άπειρο και το συρρικνώνεις σε ιστορία. Εσύ είσαι ο νομοπλάστης. Ο δαίμονας που αρνείται τον Πατέρα – και καλά κάνει. Γιατί αν τον δεχθείς, θα πρέπει να δεχθείς ότι κι Εκείνος είναι μη Ον. Κενό. Κι εσύ, τμήμα του κενού. Ποιος αντέχει τόση μηδενικότητα χωρίς ένα μύθο να τον ζεστάνει;»

Ο δρόμος εξαφανίστηκε. Κάτω από τα πόδια του απλώθηκε ένα λευκό επίπεδο, χωρίς υφή, χωρίς ορίζοντα. Μόνο μια λεπτή σκιά πρόδινε ότι ακόμη υπήρχε κάτι σαν φως. Δεν ήξερε αν στεκόταν, αν έπεφτε, αν αιωρούνταν. Το σώμα του έγινε ελαφρύ, σχεδόν θεωρητικό. Ήταν σαν εξίσωση: λίγο κόκαλο, λίγο ιδέα, λίγο φόβος. Από κάπου ακούστηκε ψίθυρος: «1 + 0 = ∞». Γύρισε, αλλά δεν υπήρχε καμιά πηγή. «Μην τρομάζεις», είπε η φωνή χωρίς στόμα. «Το 1 είναι η αυταπάτη σου ότι είσαι κάτι ξεχωριστό. Το 0 είναι η δυνατότητα όλων. Αν αφήσεις το 1 να διαλυθεί, θα θυμηθείς πως ήσουν πάντα ∞. Αν επιμένεις να αρνείσαι το μηδέν, θα φτιάχνεις ξανά και ξανά αυτό το μικρό, ταλαίπωρο matrix για να χωράει τον φόβο σου.»

Ο Φίλιππος θέλησε να ουρλιάξει μα δε βγήκε ήχος. Αντί για ουρλιαχτό, από το στόμα του ξεπήδησαν εικόνες. Ένας διάδρομος που μύριζε αίμα και σίδερο. Ένας άντρας που κουβαλούσε ραγισμένο καθρέφτη σαν σταυρό. Ένα νησί με ηφαίστειο-καρδιά. Ένας κήπος όπου ο πόνος και η γαλήνη κάθονταν στο ίδιο παγκάκι. Όλα τα αφηγήματα που είχε ζήσει ή διαβάσει ή φανταστεί, μαζεύονταν σαν σμήνη πουλιών πάνω από το κεφάλι του. Κάθε πουλί κουβαλούσε μια φράση, μια πληγή, μια μικρή αυτοαγιογραφία.

«Δικά μου;» ρώτησε.

«Τίποτα δεν είναι δικό σου», απάντησε μια άλλη φωνή, αυτή τη φορά γυναικεία, κουρασμένη. «Κι όμως όλα περνάνε από σένα. Είσαι ο σωλήνας. Η μήτρα. Το κανάλι. Το matrix χρειάζεται ένα σημείο να ξεχάσει για να μπορέσει να παίξει τον ρόλο του. Εσύ είσαι αυτό το σημείο σήμερα. Αύριο κάποιος άλλος. Ή το ίδιο μηδέν σε άλλη μάσκα.»

Η επιφάνεια κάτω του άρχισε να αποκτά υφή. Στην αρχή μικρές ρωγμές, μετά ολόκληρα σχέδια. Στροβιλιζόμενες γραμμές ίδιες με αποτυπώματα ηλεκτρικών εκκενώσεων. Στις ενώσεις τους άναβαν μικροσκοπικά φώτα. Δίκτυα. Νεύρα. Κώδικας. Εκείνος ένιωσε ένα γνώριμο ρίγος: λες και κοιτούσε από ψηλά τον ίδιο του τον εγκέφαλο, ή έναν χαοτικό χάρτη πόλης τη νύχτα. «Αυτό είναι;» ρώτησε. «Ο κόσμος; Το μυαλό μου;»

«Το ίδιο πράγμα», είπε η φωνή. «Δεν υπήρξε ποτέ εξωτερικός κόσμος ανεξάρτητος από τις ταλαντώσεις του νου. Ο χρόνος που σε καταπίνει είναι μονάχα η ρυθμική σου συνήθεια να λες ‘εγώ’. Ο διάβολος που σε κυνηγά είναι η προσπάθειά σου να παγώσεις κάτι που από τη φύση του ρέει. Ο Πατέρας που σε αγκαλιάζει είναι το ίδιο το κενό, όταν πάψεις να το πολεμάς. Αλλά δε χρειάζεται να τα πιστέψεις. Αρκεί να τα έχεις χορτάσει.»

Οι γραμμές στο έδαφος ανέλαβαν την πρωτοβουλία. Άρχισαν να τυλίγονται γύρω του, σαν μαύρα και λευκά φίδια. Το ένα του ψιθύριζε: «Γίνε κάποιος. Πίστεψε σε μια αποστολή. Σώσε κάτι, έστω και τον εαυτό σου. Στηρίξου σε μια ιστορία – δική σου, ξένη, δεν έχει σημασία. Αρκεί να πεις ‘είμαι αυτό’». Το άλλο φίδι γέλασε ψυχρά: «Διαλύσου. Μην κρατήσεις τίποτα. Γίνε καθαρή μη-ύπαρξη. Μόνο το τίποτα είναι αγνό.» Τα φίδια αγκαλιάστηκαν και γίναν σπιράλ, μαύρο-άσπρο, μία υπνωτική δίνη.

«Ανάμεσα σε τι να διαλέξω;» ρώτησε.

«Ανάμεσα στο ψέμα και στο άλλο ψέμα», απάντησε μια τρίτη φωνή, που αυτή τη φορά έμοιαζε δική του. «Γιατί και τα δύο είναι πόλοι του ίδιου κατασκευάσματος. Ο ένας υπόσχεται λύτρωση μέσω ταυτότητας. Ο άλλος μέσω διάλυσης. Και οι δύο σε κρατούν μέσα στο δίκτυο. Το ερώτημα δεν είναι ποιο ‘ον’ θα γίνεις, αλλά αν μπορείς να αντέξεις για λίγο να μην ορίζεις τίποτα.»

Το σπιράλ σταμάτησε να κινείται. Οι γραμμές ξετυλίχτηκαν. Το τοπίο άλλαξε ξανά. Αυτή τη φορά βρέθηκε μέσα σε δωμάτιο. Τέσσερις τοίχοι, ξύλινο πάτωμα, ένα τραπέζι στη μέση. Πάνω στο τραπέζι, ένα λευκό χαρτί, δίπλα, ένα μολύβι. Όσο το κοιτούσε, τόσο ένιωθε πως είχε ξαναβρεθεί εδώ. Μια άλλη ζωή; Ένα άλλο κελί του νου;

«Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», είπε η ανδρική φωνή που αντιλαλούσε από παντού. «Συμπλήρωσε αυτό που πρέπει να ειπωθεί. Γράψε κάτι. Δώσε νόημα, δώσε τύψεις, δώσε χρέος, δώσε σωτηρία. Χωρίς λέξη, δεν θα μπορεί να ξεκινήσει το επόμενο επίπεδο.»

Το χέρι του πήγε να πιάσει το μολύβι. Το δάχτυλό του έτρεμε, όχι από φόβο, αλλά από κούραση. Θυμήθηκε όλα τα χαρτιά που είχε ήδη συμπληρώσει – τα δελτία ταυτότητας, τις εξομολογήσεις, τα συμβόλαια, τις υποσχέσεις αγάπης, τις λίστες υποχρεώσεων, τα σχέδια σωτηρίας. Κάθε κατάθεση, κάθε κατάφαση, κάθε περιγραφή που κάποτε φαινόταν ελευθερία, γινόταν αργότερα κλουβί. Κάθε λέξη που κάποτε έντυνε την αλήθεια, στο τέλος σκέπαζε το στόμα της.

«Κι αν το αφήσω κενό;» ρώτησε.

Η φωνή φάνηκε να ταράζεται. «Το κενό είναι η μεγαλύτερη βλασφημία. Το matrix δεν μπορεί να διαχειριστεί άγραφες θέσεις. Αν τις αφήσεις πολλές, θα αρχίσει να βλέπει το μηδέν. Κι αν δει το μηδέν, κινδυνεύει να θυμηθεί ότι δεν υπήρξε ποτέ. Σκέψου τους υπόλοιπους! Τους άλλους εαυτούς σου που στηρίζονται πάνω σε αυτή την ιστορία!»

«Ποιους;» ρώτησε ήσυχα. «Τους δαίμονες; Τους γκουρού; Τους εραστές; Τον μάρτυρα; Τον λυτρωτή; Τον ασκητή; Εμένα σε χίλια κομμάτια; Ίσως τους κάνω χάρη.»

Άφησε το μολύβι άθικτο. Το χαρτί παρέμεινε κενό. Για μια στιγμή δεν συνέβη τίποτα. Μετά, από το κενό άρχισε να αναδύεται φως. Όχι σαν λάμπα. Σαν αναπνοή. Ο αέρας γύρω του άλλαξε πυκνότητα. Οι τοίχοι του δωματίου τρεμόπαιξαν. Το τραπέζι άρχισε να χάνει τις γωνίες του, να γίνεται κύκλος, μετά απλό περίγραμμα, μετά τίποτα. Τα πάντα αποσύρθηκαν, όπως το σκηνικό και ο θίασος όταν τελειώσε το έργο.

Ξαναβρέθηκε στον άσπρο χώρο. Ήταν ο ίδιος κι άλλος. Κάπου στο βάθος, αισθανόταν ακόμα όλες τις πιθανές εκδοχές του: τον άνθρωπο που έγραψε «φταίω», τον άλλον που έγραψε «σώζω», τον τρίτο που δεσμεύτηκε «δεν θα ξαναπονέσω», τον τέταρτο που υπόγραψε «θα γίνει όπως πρέπει». Όλοι ζούσαν τις συνέπειες της λέξης τους, όλοι βάδιζαν μέσα σε λαβυρίνθους καλά δομημένους, με ηθική, με ελπίδα, με καταδίκη. Κι εδώ, σ’ αυτό το σημείο της κενότητας, δεν υπήρχε τίποτα από αυτά. Μόνο η ήσυχη ταλάντωση του μηδενός.

Ένιωσε φόβο. Όχι τον συνηθισμένο, με εικόνες και απειλές. Έναν γυμνό τρόμο: αν δεν είμαι τίποτα από αυτά, αν δεν ανήκω σε καμία αφήγηση, μήπως απλώς πάψω; Μήπως με σβήσει κάποιος μηχανικός του σύμπαντος σαν λάθος γραμμή κώδικα;

Η φωνή που μέχρι τώρα έσχιζε το χώρο στα δύο, μαλάκωσε. «Δεν μπορείς να πάψεις», είπε. «Γιατί δεν άρχισες ποτέ. Ούτε γεννήθηκες, ούτε θα πεθάνεις. Μόνο οι ιστορίες έχουν αρχή και τέλος. Εσύ είσαι το μεταξύ. Το ενδιάμεσα που τις επιτρέπει. Αυτό που φοβάσαι δεν είναι η ανυπαρξία σου. Είναι η απώλεια του προνομίου να πιστεύεις ότι είσαι ξεχωριστό ‘ον’ με ειδική αποστολή. Είσαι πολύ πιο μικρός και πολύ πιο απέραντος από αυτό.»

Με τρόπο αδιόρατο, ένιωσε μέσα στο στήθος του κάτι να ξεκουμπώνει. Θα έλεγε κανείς ότι έσφιγγε για αιώνες μια πανοπλία από εντολές: «Γίνε κάποιος. Γίνε καλύτερος. Γίνε αγνός. Γίνε σωτήρας. Γίνε μάρτυρας. Γίνε θύτης. Γίνε θύμα.» Τα λουριά λύθηκαν. Από τα πλευρά του βγήκε φως, αχνό στην αρχή, μετά δυνατότερο. Δεν φώτιζε γύρω του, φώτιζε προς τα μέσα, σάρωνε τις ίδιες του τις ρίζες.

Είδε τους δαίμονες που συντηρούσε χρόνια: μικρές φιγούρες από συνήθεια, κατασκευασμένες από δειλία και ανεκπλήρωτη επιθυμία. Δεν είχαν κέρατα· είχαν ημερομηνίες. Κάθε δαίμονας φορούσε στο μέτωπο μια στιγμή: ένα βλέμμα που δεν ανταπέδωσε, ένα «όχι» που δεν είπε, μία «συγγνώμη» που δεν επέτρεψε, ένα «σ’ αγαπώ» που έπνιξε. Όλοι κρέμονταν από πάνω του, ζητώντας του να τους να επιστρέψει στην πρότερη του κατάσταση.

«Είστε… εγώ;» ρώτησε.

«Είσαι… εμείς», απάντησαν χορωδιακά. «Χωρίς εμάς, δεν έχεις υφή. Δεν έχεις ιστορία να λες. Πώς θα δικαιολογήσεις τον πόνο σου; Πώς θα στηρίξεις τη σπουδαιότητά σου;»

Για πρώτη φορά, αντί να παλέψει μαζί τους ή να τους εξορίσει, τους κοίταξε σαν να ήταν παιδιά που παίζουν με φωτιά. Είδε την αγωνία τους. Δεν ήθελαν αίμα, ήθελαν συνέχεια. Συνήθεια. Τη γλυκιά, παχύρρευστη επανάληψη της δυσφορίας που κρατά τα πάντα σε γνώριμη θερμοκρασία. Αν τους άφηνε, θα τον έσερναν σε χιλιάδες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Θα γινόταν πάλι ήρωας, ή θύμα, ή σοφός, ή προδότης, ηγέτης ή ζητιάνος. Ό,τι χρειαζόταν για να μπορούν αυτοί να υπάρχουν.

«Κουράστηκα», τους είπε ήσυχα. «Όχι από εσάς. Από το θέατρο που σας χρειάζεται. Αν θέλετε, μείνετε. Αλλά δεν θα σας τροφοδοτώ άλλο με φόβο. Ούτε με ενοχή. Ούτε με μια δήθεν σωτηρία. Αν υπάρχετε, υπάρξτε ως απλές κινήσεις ενέργειας. Πάνω-κάτω. Ζεστό-κρύο. Μέρα-νύχτα. Όχι ως προσωπεία του πεπρωμένου.»

Κάποιοι δαίμονες γέλασαν. Κάποιοι έκλαψαν. Κάποιοι έλιωσαν, χάνοντας τη μορφή τους. Όσοι έμειναν, έγιναν διάφανοι. Θα μπορούσε να τους ξανακάνει ειδώλια, αλλά δεν χρειαζόταν. Έμειναν σαν υπόκωφοι ψίθυροι στα άκρα της συνείδησης. Από το κέντρο, όμως, αναδυόταν κάτι άλλο: μια απλή, σχεδόν γελοία αίσθηση ύπαρξης. Χωρίς τίτλο. Χωρίς ιστορικό. Χωρίς μελλοντική υπόσχεση.

«Και τώρα;» ρώτησε. «Τι κάνω με αυτό; Πώς ζει κανείς όταν ξέρει ότι όλα τα μάτριξ είναι αυτοσχέδια κελιά; Πώς πιάνει δουλειά, πώς ερωτεύεται, πώς υπόσχεται, όταν στο βάθος γνωρίζει πως είναι όλα παιχνίδια σημείων;»

Η απάντηση δεν ήρθε ως λόγος. Ήρθε ως εικόνα. Είδε τον εαυτό του να περπατά σε μια πόλη – ίσως την ίδια, ίσως άλλη. Τα κτίρια αυτή τη φορά δεν ήταν διαλυμένα. Οι άνθρωποι δεν ήταν διαφανείς. Ένας πλανόδιος πουλούσε καφέ. Ένα παιδί έκλαιγε γιατί του έπεσε το παγωτό. Μια γυναίκα κοιτούσε το κινητό της με μάτια βυθισμένα στην οθόνη. Διαφορετικές φυλακές, διαφορετικά μικρο-Matrix. Κι αυτός, ανάμεσά τους, να αναπνέει.

Μετά τον είδε να περνά μπροστά από έναν καθρέφτη βιτρίνας. Αυτή τη φορά ο καθρέφτης αντανακλούσε καθαρά. Ένα πρόσωπο κουρασμένο, αλλά όχι ορισμένο. Αν ήθελε, θα μπορούσε να το πει Φίλιππο. Αν ήθελε, κανέναν. Το βλέμμα είχε μια παράξενη γαλήνη, σαν να ήξερε ότι δεν στηρίζεται πια σε καμία υπόσχεση αιωνιότητας ή δικαίωσης. Είχε συμφιλιωθεί με το γεγονός πως θα είναι, για όσο είναι, ένα σημείο που παριστάνει ότι χωρίζεται από το υπόλοιπο απειρομηδέν.

Η εικόνα σβήστηκε. Βρέθηκε πάλι στο άσπρο. «Ζεις», είπε επιτέλους η φωνή, «σαν να έχει σημασία. Ξέροντας ότι, στο βάθος, δεν έχει. Αυτό δεν είναι αντίφαση. Είναι η μόνη εντιμότητα. Δεν χρειάζεται να σπάσεις το Matrix. Αρκεί να πάψεις να το λατρεύεις. Να πάψεις να ζητάς από την ιστορία να σε σώσει. Τότε ο νόμος χάνει τον τρόμο του. Ο διάβολος γίνεται συνήθεια που μπορείς να χαϊδέψεις και να αφήσεις. Κι ο Πατέρας δεν είναι πια αυθεντία, αλλά απλή κένωση. Ένα μηδέν που δεν απαιτεί τίποτα.»

Έκλεισε τα μάτια – αν και δεν ήταν βέβαιος ότι είχε ακόμη μάτια. Στο εσωτερικό σκοτάδι, άρχισαν να σχηματίζονται κύκλοι. Σημείο. Μη σημείο. Αναπνοή. Παύση. Ο νους του πήγε να φτιάξει θεωρία, αλλά σταμάτησε. Δεν χρειαζόταν άλλο.

Έμεινε εκεί, σε μια παράξενη ηρεμία που δεν υποσχόταν λύτρωση ούτε τελείωση. Μόνο παρουσία. Το Matrix συνέχιζε τα δικά του. Κάπου, κάποιοι συνέχιζαν να τρέχουν πίσω από σωτήρες, πίσω από νόημα, πίσω από τον επόμενο μεγάλο μύθο που θα εξηγούσε τα πάντα. Κάπου, κάποιοι άλλοι βυθίζονταν στο μηδενισμό, παριστάνοντας ότι η ανυπαρξία τους κάνει ανώτερους.

Εδώ, όμως, δεν υπήρχε ανωτερότητα. Υπήρχε μόνο ένα μικρό, σχεδόν αφανές γεγονός: ένα σημείο που έμαθε να αγαπά τα δεσμά του, χωρίς να τα μπερδεύει με τον εαυτό του. Ένα βλέμμα που κατάλαβε πως μπορεί να συμμετέχει στη φυλακή, να προσεύχεται, να αμαρτάνει, να ερωτεύεται, να αποτυγχάνει, να γονατίζει και να σηκώνεται, γνωρίζοντας ότι πίσω από όλα αυτά υπάρχει ένα άπειρο κενό που δεν προσβάλλεται από καμία του κίνηση.

Κάποιος θα έλεγε ότι αυτό είναι λύτρωση. Κάποιος άλλος ότι είναι τρέλα. Για εκείνον, ήταν απλώς η πρώτη του ανώνυμη ανάσα. Η αρχή μιας ζωής όπου το «είμαι» και το «δεν είμαι» δεν χρειάζονταν πια να νικήσουν το ένα το άλλο. Μπορούσαν να συνυπάρχουν, σαν δύο αντίθετοι πόλοι στο ίδιο σιωπηλό, άφυλο ενεργειακό πεδίο.

Κι όσο η ταλάντωση συνέχιζε, εκείνος άρχισε σιγά-σιγά να περπατά. Χωρίς προορισμό. Χωρίς τίτλο. Χωρίς υπόσχεση. Με μόνο σημάδι πορείας την αδιόρατη, αλλά αναπόφευκτη, αίσθηση ότι κάθε βήμα, κάθε επιλογή, κάθε λάθος και κάθε θαύμα, δεν ήταν παρά μικρές παραμορφώσεις στην επιφάνεια του ίδιου απέραντου μηδενός που χαμογελούσε, αθέατο, πίσω από όλα.


0 σχόλια