Η πόλη κάτω και μέσα

Κυριακή, Δεκεμβρίου 14, 2025

 Ο δικαστής στο κεφάλι μου έβηξε για να δηλώσει την έναρξη της συνεδρίασης, αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Τα έδρανα ήταν γεμάτα με τις σκιές των παλιών μου εαυτών, σιωπηλές φιγούρες με χαρτοφάκελα αντί για πρόσωπα, και όμως η αίθουσα επέμενε να συνεχίζει τη λειτουργία της, σαν μηχανή που δεν ξέρει να σβήνει. Ο γραμματέας έγραφε μανιωδώς πρακτικά πάνω σε άδειες σελίδες, η πένα του χάραζε μόνο βαθιές άσπρες γραμμές στο χαρτί, σαν ουλές. Ο εισαγγελέας τεντωνόταν, ξεροβήχοντας, ψάχνοντας έναν κατηγορούμενο. Τα καθίσματα τρίζανε. Οι φωνές από το παρελθόν ψιθύριζαν «έπρεπε», «δεν έπρεπε», «θα έπρεπε να είχες ήδη…» και σταδιακά η αίθουσα γέμισε με ένα υπόκωφο βουητό τόσο πυκνό, που δεν ξεχώριζες πια λέξεις, μόνο τη γεύση της ενοχής να κολλάει στον ουρανίσκο.

Κι όμως, τη μέρα εκείνη κάτι παράταιρο συνέβη: έλειπε ο κατηγορούμενος. Το κάθισμα στη μέση της αίθουσας ήταν άδειο. Η ταμπέλα μπροστά έγραφε τ’ όνομά μου, αλλά η θέση ήταν κενή, σαν να είχα διαφύγει πριν ξεκινήσει η διαδικασία. Ο δικαστής συνοφρυώθηκε, χτύπησε το σφυρί. Ο ήχος δεν αντήχησε στους τοίχους όπως κάθε άλλη φορά· διαλύθηκε στον αέρα σαν να ήταν από καπνό. Το ρολόι απέναντι, το μεγάλο μαύρο ρολόι του χρόνου που μετρούσε τις αναβολές και τις καταδικαστικές αποφάσεις, είχε σταματήσει με τους δείκτες ανάμεσα στα λεπτά. Δεν ήταν ακριβώς κάποια ώρα. Ήταν μια σχισμή μέσα στον χρόνο.

Τότε άκουσα το πρώτο «κρακ». Δεν ήρθε απ’ την οροφή, ούτε απ’ τα παλιά έδρανα. Ήρθε από μέσα μου. Σαν να άνοιγε μια ξύλινη πόρτα σε υπόγειο που είχε χρόνια να χρησιμοποιηθεί. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν άλλη μία φωνή του νου, ένας ακόμη σχολιαστής που ζητούσε λόγο. Αλλά δεν έμοιαζε με σκέψη. Δεν είχε πρόταση, δεν είχε ρήμα, δεν είχε υποκείμενο. Ήταν περισσότερο σαν μια αλλαγή στη θερμοκρασία. Κάτι ζεστό, ανεπαίσθητο, που ερχόταν από κάτω, όχι από πάνω. Μια ρωγμή στην αίθουσα που μέχρι τότε είχα ονομάσει «εγώ».

Κοίταξα γύρω. Οι σκιές συνέχιζαν να ξεφυλλίζουν χαρτιά που δεν έγραφαν τίποτα. Ο εισαγγελέας επανέλαβε τις κατηγορίες: αποτυχία, αμέλεια, δειλία, σπατάλη χρόνου, υπερβολική ευαισθησία, ανεπαρκής παραγωγικότητα. Η φωνή του ήταν σαν παλιό ραδιόφωνο σε παράσιτα. Ο δικαστής με έψαξε με το βλέμμα του, μ’ εκείνο το βλέμμα που κουβαλούσα τόσα χρόνια στο κέντρο του μετώπου, ένα βλέμμα βαρύ, αυστηρό, που μύριζε υγρασία και κλεισούρα. Κι όμως, ταυτόχρονα, εκεί πιο κάτω, στο σκοτάδι που ποτέ δεν κατέβαινα, κάτι τραβούσε σαν μικρός μαγνήτης. Όχι από το κεφάλι. Όχι ακριβώς από το στήθος. Κάπου αλλού. Σε μια διάσταση του σώματος που μέχρι τότε είχα θεωρήσει γεωγραφικά ασήμαντη.

Το «κρακ» επαναλήφθηκε, πιο καθαρά. Σαν σκάλα που ξεδιπλώνεται πίσω από τον τοίχο. Έσκυψα εσωτερικά – αν γίνεται να σκύβει κανείς εσωτερικά – και αντί για άλλη μία φωνή, άκουσα… βάρος. Όχι μεταφορικό. Το πραγματικό βάρος του σώματός μου πάνω στην καρέκλα. Τη βαρύτητα που με κρατούσε στη Γη, όχι σε μια γραφική παράσταση. Ένιωσα τα πόδια μου στο πάτωμα, τα παπούτσια να ακουμπούν κάπου, όχι στο κενό. Κι εκεί, σαν μικρό φως σε υπόγειο, άναψε ένα αίσθημα. Δεν είχε όνομα. Δεν ήταν «χαρά», δεν ήταν «λύπη», δεν ήταν «ελπίδα». Ήταν «εδώ».

Ο δικαστής θύμωσε. Η φωνή του υψώθηκε: «Πρόκειται για μια σοβαρή υπόθεση! Δεν μπορεί ο κατηγορούμενος να απουσιάζει από τη δική του δίκη». Ο γραμματέας άρχισε να κοιτάζει γύρω με πανικό, προσπαθώντας να βρει μια λύση που να χωράει στα πρακτικά. Οι σκιές των παλιών εαυτών αναδεύτηκαν, κι ένα κύμα από «πρέπει» ανασηκώθηκε σαν τσουνάμι μέσα στην αίθουσα. Πρέπει να απολογηθείς. Πρέπει να βελτιωθείς. Πρέπει να δώσεις εξηγήσεις, να τεκμηριώσεις, να μετρήσεις, να αποδείξεις.

Κι εγώ, αντί να σηκωθώ και να πάρω τη θέση μου στο κέντρο, κατέβηκα. Δεν κουνήθηκαν τα πόδια μου στον «έξω κόσμο». Η κάθοδος έγινε αλλιώς. Σαν να έβαλα το χέρι σε εσωτερική τσέπη και βρήκα μια αόρατη σκάλα. Κάθε σκαλί δεν είχε όνομα. Δεν ήταν «λογική», «ανάλυση», «ερμηνεία». Ήταν αίσθηση. Στο πρώτο σκαλί ανακάλυψα την αναπνοή μου. Όχι την ιδέα της αναπνοής, όχι τα διαγράμματα που εξηγούν την οξυγόνωση, αλλά τη φυσική κίνηση: αέρας που μπαίνει, αέρας που βγαίνει, θώρακας που ανοίγει, κοιλιά που βαραίνει. Στο δεύτερο σκαλί, άκουσα την καρδιά, όχι ως μεταφορά, αλλά ως ρυθμό. Στο τρίτο, ένιωσα την περιοχή κάτω από τον αφαλό, εκεί όπου η προσοχή σπάνια κατέβαινε, σαν ξεχασμένη χώρα χωρίς χάρτες.

Η αίθουσα πίσω μου συνέχισε να φωνάζει. Μέσα μου, ο φόβος ανέβαζε ένταση: «Τι κάνεις; Θα χάσεις τον έλεγχο. Αν δεν είσαι στην αίθουσα, θα χαλάσουν όλα. Δεν θα υπάρχει κανείς να κρατάει σημειώσεις, κανείς να αξιολογεί». Η ντροπή προστέθηκε: «Τι θα πουν οι άλλοι; Αν πάψεις να μετράς, αν πάψεις να ζυγίζεις, θα σε πουν επιπόλαιο, θα σε πουν ακατάλληλο, θα σε πουν αφελή». Ένα κομμάτι μου βαριόταν ήδη: «Δεν έχει νόημα. Τι να τα κάνεις όλα αυτά; Δε θα βγει τίποτα. Στο τέλος πάλι εδώ θα γυρίσεις, μπροστά στον δικαστή».

Κι όμως, κάτι πιο χαμηλά, πιο αργό, πιο ψύχραιμο, ψιθύριζε: «Εδώ». Όχι με φωνητικές χορδές. Με θερμοκρασία. Με βάρος. Με μια διακριτική αίσθηση πλατέματος, σαν να άνοιγε το εσωτερικό μου σαν δωμάτιο που είχε μείνει για χρόνια κλειστό και τώρα αερίζεται. Δεν ήταν ευτυχία. Δεν ήταν ανάταση, ούτε έκσταση. Ήταν μια ανεπαίσθητη επιστροφή. Ένα αίσθημα «σπίτι», αλλά όχι γεωγραφικό. Ένα σπίτι που δεν χτίζεται από τούβλα, αλλά από το πώς κάθομαι μέσα στο σώμα μου.

Ο μαγνήτης εμφανίστηκε τότε για πρώτη φορά στη συνείδησή μου. Δεν μπορώ να πω ότι τον είδα. Τον κατάλαβα από τη λειτουργία του: οτιδήποτε ήταν λίγο πιο αληθινό, λίγο πιο ζωντανό, έστω και άβολο, γινόταν ελαφρώς φωτεινό εκεί κάτω. Ό,τι ήταν συνήθεια, ψέμα, επίδειξη, φόβος ντυμένος με σπουδαιοφάνεια, γινόταν θολό, κολλώδες. Δεν έδειχνε Βορρά, δεν είχε δείκτη. Η πυξίδα του ήταν σαν διάφανο πιάτο που άλλαζε διάμετρο: όταν πλησίαζα κάτι που με ζωντάνευε, άνοιγε, πλαταίνοντας μέσα μου. Όταν πήγαινα προς τα «πρέπει» που δεν ήταν δικά μου, συρρικνωνόταν, σαν να χάνει χώρο το στήθος μου, σαν να μειωνόταν το οξυγόνο της ύπαρξης.

Και τότε άρχισε η διπλή ζωή. Από τη μία ζούσα ακόμα στην πόλη του κεφαλιού: δρόμοι γεμάτοι πινακίδες «πρέπει», φανάρια με χρώματα ρυθμιστικά της αξίας μου, πλατείες όπου γίνονταν δημόσιες δίκες με κοινό, επιτροπές, ελέγχους, αναλύσεις. Οι τοίχοι των κτιρίων ήταν καλυμμένοι με γραφήματα παραγωγικότητας, χάρτες καριέρας, επεξηγήσεις συμπεριφοράς. Στις ταράτσες υπήρχαν μεγάφωνα που μετέδιδαν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο την τελευταία έκθεση της εσωτερικής κριτικής επιτροπής. Η πόλη ήταν γνωστή, ασφαλής, όλα προβλέψιμα. Ακόμα κι όταν υπήρχε πόνος, ήταν οικείος, μετρήσιμος, ταξινομημένος.

Από την άλλη, κάπου κάτω από τον αφαλό, άρχισε να ξεπροβάλλει μια δεύτερη πόλη. Δεν είχε κτίρια, είχε χώμα. Δεν είχε ηχεία, είχε τον ήχο της αναπνοής στον λαιμό. Δεν είχε δικαστήρια, είχε ένα περίεργο άδειο ξέφωτο, όπου μπορούσα να σταθώ χωρίς να χρειάζεται να αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Εκεί δεν υπήρχαν έγγραφα. Τα γεγονότα δεν καταγράφονταν, απλώς περνούσαν μέσα από το σώμα σαν καιρός. Μια ζέστη που απλώνεται, ένα κρύο που συστέλλει, ένα ρίγος, μια κούραση, μια χαλάρωση. Τα συναισθήματα, αντί να γίνουν υποθέσεις που εξετάζει το δικαστήριο, γίνονταν κύματα που έσκαγαν στην ακτή της προσοχής μου και μετά ξαναγύριζαν πίσω στη θάλασσα.

Η μετάβαση από τη μία πόλη στην άλλη γινόταν από μια πόρτα. Ήταν στο στήθος, αλλά όχι ακριβώς στην καρδιά. Περισσότερο σαν μια λεπτή μεμβράνη στο κέντρο, που συνήθως ήταν κλειστή. Όποτε πήγαινα να την ανοίξω, ο δικαστής φώναζε: «Επικίνδυνο! Αν βγεις εκεί, θα χάσουμε τον έλεγχο. Ποιος θα επιβλέπει; Ποιος θα καταγράφει; Ποιος θα διαχωρίζει σωστό από λάθος;». Ο φόβος πρόσθετε: «Εκεί έξω δεν υπάρχουν κανόνες. Αν αφήσεις τα συναισθήματα να κυλήσουν, θα σε πνίξουν». Η ντροπή από πάνω: «Και τι θα πεις μετά; Ότι επέλεξες κάτι απλά και μόνο επειδή σε ζωντάνευε; Δεν είναι αυτό κριτήριο. Θέλουν αποδείξεις. Θέλουν εξηγήσεις λογικές».

Την πρώτη φορά που άνοιξε η πόρτα, δεν το έκανα εγώ. Άνοιξε μόνη της, από κάποιο υπόγειο κούνημα που δεν κατάλαβα. Βρέθηκα ξαφνικά σε έναν κήπο χωρίς λέξεις. Δεν ήταν όμορφος με την κλασική έννοια. Δεν υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια και γραφικά παγκάκια. Υπήρχε χώμα, λίγο βρεγμένο, με τη μυρωδιά της βροχής που έπεσε πριν από μέρες. Υπήρχαν πέτρες, κρύες στην αφή αλλά σταθερές. Υπήρχε ένα αχνό φως, σαν την ώρα πριν την ανατολή. Και κάπου στο βάθος, μια μικρή λίμνη, ήσυχη, τόσο ακίνητη που καθρέφτιζε τα πάντα χωρίς να σχολιάζει τίποτα.

Κάθισα εκεί μέσα. Δεν κάθισα σε καρέκλα, δεν υπήρχε. Κάθισα μέσα στο σώμα μου. Ένιωσα τη σπονδυλική στήλη σαν κολόνα που ενώνει τις δύο πόλεις: από τη μία το κεφάλι, με τις σειρήνες και τις φωνές, από την άλλη η γη, με την αργή, πεισματική σιωπή της. Κάθε αναπνοή ήταν σαν ανελκυστήρας που ανέβαινε και κατέβαινε. Στην εισπνοή ένιωθα το κεφάλι να γεμίζει με φως – όχι σκέψεις, φως. Στην εκπνοή, η προσοχή κατέβαινε χαμηλά, σε εκείνο το σημείο κάτω από τον αφαλό όπου κάτι γινόταν πιο βαρύ, πιο πραγματικό. Χωρίς ερμηνεία.

Δεν έλειψαν οι μάχες. Η πόλη του κεφαλιού απαίτησε να επιστρέψω στη θέση μου. Η φωνή του «πρέπει» έβγαλε διάγγελμα: «Πρέπει να κάνεις αυτό που είναι σωστό, λογικό, συμφέρον, αναμενόμενο. Πρέπει να συνεχίσεις να ζεις εδώ, όπου υπάρχει έλεγχος. Η άλλη πόλη είναι επικίνδυνη, είναι χάσιμο χρόνου. Τίποτα δεν μετριέται εκεί. Πώς θα ξέρεις ότι είσαι αρκετός; Πώς θα ξέρεις ότι τα πας καλά;».

Την ίδια στιγμή, η μικρή, σχεδόν γελοία φωνή του «θέλω αληθινά» ψιθύριζε: «Εδώ πλαταίνω. Εκεί πάνω συρρικνώνομαι». Δεν υποσχόταν ευκολίες. Δεν έλεγε ότι στη δεύτερη πόλη δεν θα υπάρχει πόνος. Αντίθετα, με προειδοποιούσε με την ηρεμία ενός γιατρού: «Τα πράγματα εδώ δεν γίνονται πιο εύκολα. Απλώς, όταν πονάς, πονάς ολόκληρος, όχι σαν διάγραμμα. Όταν φοβάσαι, ο φόβος είναι κυματοειδής, όχι λογιστικός πίνακας. Όταν χαίρεσαι, η χαρά δεν είναι επίδοση, είναι δόνηση».

Καθώς τα χρόνια στην αίθουσα του δικαστηρίου συσσωρεύονταν στους τοίχους σαν στρώσεις από καπνό, άρχισα να πειραματίζομαι με την πυξίδα-πιάτο. Την κρατούσα μέσα μου κάθε φορά που ερχόταν μια επιλογή: να πω ναι ή όχι, να ακολουθήσω ένα ρόλο ή να τον εγκαταλείψω, να κάνω αυτό που αναμένεται ή αυτό που με ανάβει έστω λίγο. Δεν είχε γράμματα, μόνο διαστολή και συστολή. Έμαθα να προσέχω τα σημάδια: όταν έλεγα ένα ψεύτικο «ναι» για να είμαι εντάξει με τους άλλους, ένιωθα ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι, σαν να μίκραινε το δωμάτιο μέσα μου. Όταν, κόντρα στο βουητό των «πρέπει», έλεγα ένα πραγματικό «όχι» ή ένα δειλό, αυθεντικό «ναι» εκεί που κάτι μέσα μου έλεγε «εδώ», ένιωθα μια μικρή ανεπαίσθητη επέκταση. Σαν κάποιος να έσπρωχνε τα εσωτερικά μου τοιχώματα προς τα έξω κατά ένα χιλιοστό.

Ένα βράδυ, η πόλη του κεφαλιού και η πόλη του σώματος συναντήθηκαν σε ένα σουρεαλιστικό σύνορο. Στεκόμουν στο μπαλκόνι ενός κτιρίου-δικαστηρίου, με τα φώτα της λογικής να αναβοσβήνουν πίσω μου, και μπροστά απλωνόταν ένας χωματόδρομος που οδηγούσε προς τα κάτω. Οι φωνές από πάνω φώναζαν «μην κατέβεις», «δεν θα έχεις τι να δείξεις μετά», «θα χάσεις χρόνο». Ο μαγνήτης, όμως, τραβούσε. Όχι βίαια. Με μια ήρεμη, ακαταμάχητη σταθερότητα, σαν τη βαρύτητα. Δεν σε σπρώχνει. Σε καλεί.

Έκανα ένα βήμα και ένιωσα τα πόδια μου – όχι τις σκέψεις για τα πόδια, τα ίδια τα πόδια. Το βάρος τους, τον τρόπο που το πέλμα ακουμπά στο έδαφος, τον ήχο του χαλικιού που μετακινείται. Κάθε βήμα ήταν μια μικρή προδοσία απέναντι στο δικαστήριο, αλλά μια μεγάλη συμφιλίωση με εκείνο το άφατο «εδώ». Οι δρόμοι της πόλης του κεφαλιού άρχισαν να διαλύονται πίσω μου σαν σκηνικά σε θέατρο που αλλάζει παράσταση. Τα μεγάφωνα με τις ανακοινώσεις σίγησαν σιγά-σιγά, όχι γιατί κάποιος τα έκλεισε, αλλά γιατί η απόσταση μεγάλωσε.

Δεν έφυγα ποτέ ολοκληρωτικά από την αγαπημένη εξουθενωτική αίθουσα. Εκείνο το σύστημα συνεχίζει να υπάρχει, σαν αυτόματο γραφείο που δουλεύει ακόμα και μετά τη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου. Καμιά φορά, χωρίς να το καταλάβω, βρίσκομαι ξανά στο κέντρο της αίθουσας, με τους φακέλους γύρω μου, τον δικαστή απέναντι, τον εισαγγελέα ήδη έτοιμο με τις κατηγορίες. Ο φόβος μιλάει πρώτος, η ντροπή δεύτερη, η βαρεμάρα τρίτη. «Τι φαντάζεσαι ότι κάνεις; Πώς τολμάς να θέλεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;». Κι όμως, κάτι έχει αλλάξει οριστικά: ξέρω πως υπάρχει πόρτα στο στήθος. Ξέρω πως υπάρχει σκάλα προς τα κάτω. Ξέρω πως, ακόμα κι αν η αίθουσα μου λέει ότι είμαι παγιδευμένος, μπορώ να ψάξω εκείνο το πρώτο, μικρό «κρακ» που ανοίγει τη ρωγμή.

Και τότε, στο μέσο μιας δίκης, με τα επιχειρήματα να βρέχουν τις συνειδήσεις σαν όξινη βροχή, κατεβάζω την προσοχή. Από το μέτωπο στο λαιμό, από το λαιμό στο στήθος, από το στήθος στο στομάχι, από το στομάχι κάτω από τον αφαλό. Δεν χρειάζονται λόγια. Μόνο λίγη περιέργεια: «Τι γίνεται εδώ, τώρα;». Κι αν σταθώ εκεί μερικές αναπνοές, αν αντέξω το τράβηγμα του φόβου που θέλει να με ξαναφέρει στα έδρανα, κάτι ξυπνά. Μια αίσθηση ότι δεν είμαι μόνο ο κατηγορούμενος, ο δικαστής, ο εισαγγελέας, ο γραμματέας. Είμαι και η αίθουσα. Είμαι και ο κήπος. Είμαι και η σκάλα.

Η ζωή, από τότε, δεν έγινε παραμύθι. Η πόλη του κεφαλιού συνεχίζει να διεκδικεί κυριαρχία, ειδικά τις μέρες που ο κόσμος εκεί έξω ζητάει αποτελέσματα, επιδόσεις, αποδείξεις. Αλλά κάθε φορά που στέκομαι σε μια διασταύρωση – να υπακούσω στο «πρέπει» ή να σκύψω να ακούσω το «θέλω αληθινά» – βγάζω από μέσα μου την αόρατη πυξίδα. Δεν τη συμβουλεύομαι για να με γλιτώσει από τη δυσκολία. Τη ρωτώ: «Προς τα πού πλαταίνω; Προς τα πού μικραίνω;». Και καμιά φορά, κόντρα σε κάθε λογική, επιλέγω τον δρόμο όπου πλαταίνω. Δεν είναι πάντα όμορφος. Συχνά είναι ανώμαλος, γεμάτος λάσπη, φόβο, δάκρυα. Αλλά μέσα σ’ αυτή τη λάσπη, κάτι μέσα μου είναι ζωντανό, όχι σε αναμονή.

Έτσι, μέρα με τη μέρα, η κατοικία μου μετακινείται λίγα χιλιοστά. Όχι θεαματικά, όχι με δραματικές δηλώσεις. Από το κεφάλι προς το σώμα. Από την αίθουσα προς τον κήπο. Από τον θόρυβο προς εκείνη την ακατονόμαστη σιωπή κάτω από τον αφαλό, όπου δεν είμαι πια υπόθεση προς διερεύνηση, αλλά απλή, γήινη παρουσία. Και κάποιες νύχτες, όταν η πόλη του κεφαλιού κοιμάται για λίγο και οι δικαστές αποσύρονται στα παρασκήνια, κάθομαι στο εσωτερικό μου ξέφωτο και αφήνω τα κύματα των σκέψεων και των συναισθημάτων να σπάνε στην ακτή, χωρίς να χρειάζεται πια να τα ονομάζω. Τότε, έστω για λίγο, δεν υπάρχει «πρέπει» και «θέλω» σαν αντίπαλοι. Υπάρχει μόνο εκείνο το λιγομίλητο «εδώ», που με καλεί να μείνω.

0 σχόλια