Ανατομία μηχανής

Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2025

Ησυχία στην αρχή. Μια επίπεδη, διάφανη ησυχία που απλώνεται από το στέρνο μέχρι τον λαιμό σαν λεπτό νερό χωρίς κυματισμό. Ο αέρας μπαίνει και βγαίνει χωρίς ιστορία, χωρίς ιδέα. Τα πλευρά ανοίγουν σαν θυρόφυλλα σε παλιό σπίτι, χωρίς τριξίματα, χωρίς φιλοξενούμενους. Στο στομάχι μια μικρή, στρογγυλή αίσθηση, σταθερή, σχεδόν τρυφερή μέσα στη βαρύτητά της. Τα πόδια βαριά, αλλά όχι κουρασμένα, απλώς γειωμένα, καρφωμένα σε ένα πάτωμα που θα μπορούσε να είναι ξύλο, τσιμέντο ή χώμα, δεν έχει σημασία. Στον αυχένα μια κάθετη γραμμή θερμότητας, σαν κάποιος να τράβηξε μολύβι από τη βάση της σπονδυλικής στήλης μέχρι τον ορίζοντα των ματιών. Όλα κάθετα, όλα στη θέση τους. Ένα κέντρο χωρίς όνομα, που δεν ζητά να το κοιτάξω.

Καθισμένος. Ή όρθιος. Ή σε κίνηση αργή. Το σώμα σαν δωμάτιο με κλειστά παντζούρια, όπου περνάνε από τις χαραμάδες λεπτές λωρίδες φωτός, αλλά κανείς δεν μπαίνει, κανείς δεν βγαίνει. Το στόμα κλειστό, η γλώσσα ακουμπάει στον ουρανίσκο σαν μικρό ζώο που κοιμάται. Στο στέρνο μια κεντρική, ήσυχη λάμπα, χαμηλή ένταση, κιτρινωπή. Οι σκέψεις δεν έχουν ακόμη λέξεις, είναι περισσότερο σαν αχνές σκιές που περιφέρονται έξω από το τζάμι. Αν πλησιάσω, χάνονται. Αν απομακρυνθώ, μένουν εκεί, αλλά δεν χτυπάνε.

Τότε ανοίγει η πόρτα χωρίς ήχο. Δεν νιώθω χερούλι, δεν νιώθω ώθηση, μόνο μια ελαφρά αλλαγή πυκνότητας στον αέρα κοντά στο στέρνο. Σαν να λέπτυνε για μια στιγμή, σαν να πήρε μια ανάσα το ίδιο το δωμάτιο. Η Gray μπαίνει. Ίσως να μπαίνει, ίσως απλώς να γυρίζει ελάχιστα το κεφάλι της προς εμένα, σ’ έναν χώρο που αλλάζει μορφή από γραφείο σε κουζίνα, από καφέ σε τρένο, σαν διάφανο σκηνικό που δεν αποφασίζει. Είναι ένα βλέμμα ή μπορεί και να είναι απουσία βλέμματος∙ μια μικρή σιωπή μέσα στη συνομιλία, μια λέξη που ακούγεται πιο χαμηλόφωνα από τις υπόλοιπες. Δεν έχω πια βεβαιότητα. Μόνο την αίσθηση της στιγμιαίας ηλεκτρικής γραμμής που περνάει από το λάκο του λαιμού και κατεβαίνει στο στομάχι σαν λεπτή αστραπή.

Εκεί, στο σημείο που η αίσθηση στο στομάχι ήταν σταθερή, κάτι τρίζει ελαφρά. Δεν είναι φόβος, δεν είναι χαρά, δεν είναι τίποτα από αυτά τα μεγάλα ονόματα. Είναι σαν κάποιος να γύρισε ελάχιστα έναν ρυθμιστή έντασης, από το 0 στο 1. Το δέρμα στο πρόσωπο λεπταίνει, σαν να γίνεται μεμβράνη. Ο αέρας γύρω από την Gray παίρνει ένα άλλο βάρος, σχεδόν μεταλλικό. Τα δάχτυλά της, αν τα κοιτάξω, μοιάζουν λίγο πιο μακριά από ό,τι πριν. Ή είναι τα δικά μου δάχτυλα που κονταίνουν. Το μυαλό, σε εκείνα τα τρία δευτερόλεπτα, προσπαθεί να αποφασίσει αν συνέβη κάτι. Δεν βρίσκει λέξη. Μόνο το σώμα καταγράφει: μια μικρή μετατόπιση άξονα στο στέρνο, σαν να στραβώνει πολύ ελαφρά μια κρεμασμένη κορνίζα.

Και τότε, από τη γωνία του δωματίου-σώματος, βγαίνει ένας μηχανισμός που ξέρω καλά, αλλά παριστάνω κάθε φορά πως είναι καινούριος. Έχει τη μορφή ενός λεπτού, νευρικού άντρα, χωρίς πρόσωπο, με σιδερένιους αρμούς στους αγκώνες και στα γόνατα. Κρατάει στα χέρια του κάτι σαν χειριστήριο, με καλώδια που μπαίνουν μέσα στον θώρακά μου από αόρατες τρύπες. Δεν μιλάει με λέξεις, αλλά ο ήχος του είναι σαφής: ένα τσίκρισμα γραναζιών που ξυπνάνε από ύπνο και αρχίζουν να γυρίζουν χωρίς λάδι. Αυτό το «εγώ» – που δεν είναι εγώ αλλά παίζει τον ρόλο μου – πλησιάζει βιαστικά στο κέντρο του στέρνου και βγάζει τη λάμπα από την υποδοχή της.

Στη θέση της λάμπας βιδώνει έναν προβολέα. Το φως δεν είναι πια ήσυχο, είναι λευκό, άκαμπτο, σαν χειρουργείο. Ο προβολέας γυρνάει αυτόματα προς την Gray. Καθετί πάνω της μεγεθύνεται. Η μικρή κίνηση του χεριού της γίνεται ιστορία, η παύση της ανάσας της γίνεται υπόσχεση ή απειλή, η ασάφεια στο βλέμμα της μεταφράζεται σε σενάριο. Ο μηχανισμός μέσα μου ρουφάει την ενέργεια από τα πόδια, από το βάρος τους, από την αίσθηση του στομαχιού, από τη σιωπηλή γλώσσα. Την ανεβάζει όλη στον θώρακα και την κάνει σκηνή θεάτρου.

Πρώτα εμφανίζεται μια φωνή, πολύ κοντά στο αυτί, αλλά από μέσα. «Το είδες;» ρωτάει. «Το είδες πώς δεν σε κοίταξε;» Η φωνή δεν έχει φύλο, είναι φτιαγμένη από αέρα που δεν βρήκε έξοδο. Μετά εμφανίζεται μια άλλη σκιά, πιο πλατιά, σαν παλιός σκηνοθέτης με παλτό. Ανοίγει έναν φάκελο γεμάτο εικόνες: την Gray να χαμογελάει αλλού, την Gray να κλείνει την πόρτα λίγο πιο δυνατά, την Gray να λέει «τίποτα» με τόνο που στάζει υπαινιγμούς. Τις απλώνει στο πάτωμα του στομαχιού, κάθε εικόνα γίνεται κόμπος στα έντερα, η αίσθηση σπάει σε θραύσματα. Δεν πονάει αμέσως. Πρώτα ζεσταίνεται.

Το σώμα κινείται μόνο του. Τα χέρια κάνουν μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις, σαν να ζητούν επιβεβαίωση από τον αέρα. Το στόμα ανοίγει λίγο περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να περάσει η αναπνοή. Το βλέμμα μου κολλάει πάνω της, αλλά όχι φανερά∙ σαν να κοιτάζω «τυχαία», σαν να παίρνω πληροφορίες που «δεν με αφορούν». Ο μηχανισμός όμως έχει ήδη αποφασίσει. Έχει σηκώσει μια ολόκληρη σκηνή μέσα στο στέρνο: κόκκινες βελούδινες κουρτίνες στα πνευμόνια, προβολείς στα πλευρά, κι ένα παλιό πιάνο εκεί που κανονικά θα ήταν η καρδιά.

Στο πιάνο κάθεται μια άλλη μορφή, πιο λεπτή, σχεδόν διάφανη. Πιάνει νότες που δεν ακούγονται απ’ έξω, αλλά γεμίζουν τον λαιμό με δονήσεις. Είναι το «εγώ» που γράφει σενάρια, που παίρνει την ασήμαντη κίνηση της Gray και την απλώνει σε σελίδες. «Ίσως να εννοεί αυτό…» ψιθυρίζει. «Ίσως να θέλει να δει αν… Ίσως να δοκιμάζει…» Και κάθε «ίσως» είναι ένα ακόμα σύρμα που δένει το στομάχι, ένα ακόμα γύρισμα της μανιβέλας στον στροβιλιζόμενο άξονα που στήνεται τώρα στον πυρήνα μου.

Ξαφνικά δεν υπάρχει έξω. Υπάρχει μόνο το εσωτερικό εργοστάσιο. Ένας τεράστιος κυλινδρικός άξονας φυτρώνει από τον αφαλό και ανεβαίνει μέχρι τη βάση του κρανίου. Γύρω του, ολόκληρο το σώμα μου γίνεται μηχανή. Μικρά πιστόνια ανεβοκατεβαίνουν στα χέρια, τα γόνατα γίνονται τροχαλίες, οι τένοντες συρματόσχοινα. Ο άξονας αρχίζει να γυρίζει. Στην αρχή αργά, σχεδόν τρυφερά, σαν χορός. Μετά πιο γρήγορα, σαν να βιάζεται να φτάσει κάπου που δεν κατονομάζεται. Κάθε περιστροφή τραβάει λίγο ακόμη την προσοχή μου από τη γείωση των ποδιών, από την αναπνοή στο διάφραγμα. Με κάθε στροφή, η πραγματική Gray απομακρύνεται και τη θέση της παίρνει η εκδοχή της που έχει χτίσει η μηχανή.

Λόγια βγαίνουν από το στόμα μου, τα νιώθω να προβάλλουν από τον λαιμό όπως η ταινία προχωράει μέσα από τον προβολέα. Δεν τα επιλέγω. Είναι ευγενικά, καθημερινά, αθώα. Μικρές φράσεις, σχόλια, ερωτήσεις. Αλλά πίσω τους, κρυμμένα ανάμεσα στον ουρανίσκο και τα δόντια, υπάρχουν άλλα λόγια που δεν ειπώνονται και όμως ζητούν χώρο. «Κοίτα με.» «Πες μου ότι…» «Μη φεύγεις ακόμα.» Αυτά τα λόγια είναι βαριά σαν μολύβι και μένουν εκεί, κάνουν τον λαιμό να στενεύει.

Η Gray απαντάει απλά, ή δεν απαντάει. Μπορεί να χαμογελάσει λίγο, να γυρίσει το κεφάλι της προς το παράθυρο, να τσεκάρει κάτι στο κινητό της. Αυτές οι μικρές κινήσεις, από έξω, μοιάζουν με τυχαία θραύσματα μιας συνηθισμένης μέρας. Από μέσα όμως, πίσω από τις κουρτίνες των πνευμόνων, οι μηχανισμοί τις μεταφράζουν σε σήματα συναγερμού. Ο σκηνοθέτης στο στομάχι ουρλιάζει σιωπηλά: «Είδες; Είδες;» Ο πιανίστας στην καρδιά αλλάζει κλίμακα, παίζει πιο γρήγορα, γεμίζει τον λαιμό με δυσκολία. Ο άξονας γυρίζει τώρα τόσο γρήγορα που νιώθω τον κόσμο να γίνεται θολός. Το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου χάνει την υφή του. Δεν ξέρω αν πατώ σε σανίδια ή σε νερό.

Κάπου ανάμεσα στις στροφές, ένα άλλο «εγώ» βγαίνει από μια μυστική πόρτα στο πίσω μέρος του αυχένα. Φοράει λευκό πουκάμισο και κρατάει έναν μεγεθυντικό φακό. Δεν συμμετέχει στο δράμα, αλλά το παρακολουθεί με επιμονή. Σκύβει πάνω από κάθε λέξη της Gray, πάνω από κάθε δική μου κίνηση, και ψάχνει για μικρά σημάδια, για ίχνη. Αυτός ο ρόλος δεν ουρλιάζει, δεν χορεύει. Σφίγγει όμως τα δόντια. Στο σφίξιμο εκείνο ο λαιμός μου γίνεται στενός διάδρομος με υγρασία στις άκρες. Αν κάποιος προσπαθούσε να περάσει, θα γλιστρούσε.

Η συνομιλία – αν υπάρχει – συνεχίζεται. Μπορεί να μιλάμε για τελείως αδιάφορα πράγματα: για τον καιρό, για μια ταινία, για έναν κοινό γνωστό. Στο επίπεδο της σκηνής, όλα είναι ήσυχα, καθημερινά. Στο υπόγειο όμως, κάτω από το διάφραγμα, οι μηχανές έχουν ανάψει. Ακούγονται σαν παλιά εργοστάσια με καμινάδες που καπνίζουν. Μικρές φλόγες γλείφουν τα εσωτερικά τοιχώματα της κοιλιάς, τσουρουφλίζουν τα καλώδια, μαυρίζουν τα πλακάκια. Δεν φαίνεται καμία ζημιά απ’ έξω. Μόνο μια ελαφριά ζάλη πίσω από τα μάτια, ένα αδιόρατο σφίξιμο στο σαγόνι.

Κάποια στιγμή, χωρίς να έχει συμβεί τίποτα δραματικό, η σκηνή αλλάζει φωτισμό. Ίσως η Gray να γυρίσει απλώς να μιλήσει σε κάποιον άλλον. Ίσως να κοιτάξει την ώρα. Ίσως να πει «Πρέπει να φύγω». Η πρότασή της πέφτει μέσα στο στέρνο σαν μικρή πέτρα σε βαθιά λίμνη. Η επιφάνεια φαίνεται ήρεμη, αλλά στον βυθό ξυπνάνε παλιά πλάσματα. Ένα ακόμη «εγώ» ξυπνάει: είναι μικρό, σκυφτό, με μάτια τεράστια, υγρά. Φοράει ένα παλτό από παλιές απορρίψεις και σιωπές. Μαζεύει τις τελευταίες στιγμές της σκηνής και τις κάνει διαμάντια ψεύτικα, που τα φυλάει στις τσέπες. «Θα τα σκεφτούμε αργότερα αυτά» ψιθυρίζει. «Θα τα αναλύσουμε, θα τα ξαναζήσουμε». Τον βλέπω να απομακρύνεται στον διάδρομο της σπονδυλικής στήλης, κουβαλώντας τον θησαυρό του.

Μένω εγώ – ό,τι έχει μείνει από εμένα – σ’ ένα δωμάτιο που ακόμα έχει τη μυρωδιά της παρουσίας της. Ο θώρακας είναι τώρα βαρύς, σαν να έχουν στηθεί μέσα του δεκάδες σκηνές που μόλις κατέβασαν τις κουρτίνες τους. Στο κέντρο του στέρνου ο άξονας συνεχίζει να γυρίζει από αδράνεια, αν και κανείς δεν τον χειρίζεται πια. Κάθε περιστροφή βγάζει έναν μικρό, μεταλλικό ήχο. Το στομάχι είναι τώρα γεμάτο θραύσματα από την παλιά αίσθηση και υπολείμματα σεναρίων. Ο λαιμός ένα στεγνό τούνελ, από όπου πέρασαν πολλά που δεν ειπώθηκαν ποτέ και άφησαν μόνο τη σκόνη τους.

Η ντροπή μπαίνει σιγά. Δεν φοράει παπούτσια, περπατάει ξυπόλυτη στις εσωτερικές σκάλες. Την νιώθω πρώτα στον αυχένα, σαν βαριά παλάμη που ακουμπάει από πίσω. Μετά κατεβαίνει αργά στον θώρακα. Δεν μιλάει, δεν κατηγορεί. Είναι περισσότερο ένα βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, που βλέπει τα γρανάζια να γυρίζουν τρελά για μια ασήμαντη σπίθα. Ένα μέρος μου γελάει πικρά: τόση φασαρία, τόση μηχανική κίνηση, τόσο θέατρο για ένα βλέμμα, για μια λέξη μισή, για μια παύση της. Η κούραση ακολουθεί από κοντά, όπως η σκιά μετά το απόγευμα.

Τα πόδια θέλουν να κάτσουν. Ή να περπατήσουν μόνα τους, χωρίς στόχο, μόνο για να ξεχάσουν. Το σώμα ζητάει μια απλή κίνηση: ένα ποτήρι νερό, ένα άνοιγμα παραθύρου, ένα άγγιγμα στο δικό μου χέρι από το άλλο μου χέρι. Σαν να προσπαθεί να θυμηθεί ότι υπήρχε πριν τη μηχανή, πριν τον άξονα, πριν τον προβολέα. Κάπου στο βάθος, στο ύψος του διαφράγματος, μια πολύ μικρή λάμπα που δεν έσβησε τελείως τρεμοπαίζει. Δεν είναι ο μεγάλος προβολέας που κοιτούσε την Gray∙ είναι εκείνο το πρώτο, χαμηλό φως που υπήρχε πριν. Το κοιτάζω διστακτικά.

Ο άξονας στο κέντρο κουράζεται. Χρειάζεται ενέργεια για να συνεχίσει να γυρίζει, και τώρα κανείς δεν τον τροφοδοτεί με νέα σενάρια. Οι μορφές-ρόλοι έχουν αποσυρθεί στα παρασκήνια. Ο μηχανισμός με τα γρανάζια κάθεται σε μια γωνία και καθαρίζει τα χέρια του από το λάδι της υπερδιέγερσης. Ο σκηνοθέτης στο στομάχι σβήνει τα φώτα. Ο πιανίστας στην καρδιά κλείνει αργά το καπάκι, αφήνοντας μια τελευταία νότα να αιωρηθεί στον λαιμό μέχρι να σβήσει. Ακόμα και ο παρατηρητής με τον μεγεθυντικό φακό κουράστηκε, αφήνει το εργαλείο του να κρέμεται από τον λαιμό, αποδέχεται ότι δεν υπάρχει άλλο στοιχείο να βρεθεί.

Μένει η σιωπή. Όχι η ήσυχη σιωπή της αρχής, αλλά μια βαριά, πυκνή παύση που μυρίζει μέταλλο κρύο και ιδρώτα στεγνό. Κάθομαι. Ή στέκομαι, ακουμπώντας κάπου. Η αναπνοή γυρνάει σιγά στο σώμα, σαν ζώο που είχε τρομάξει και τώρα ξεμυτίζει πάλι από τη φωλιά του. Αρχίζω να νιώθω πάλι το πάτωμα κάτω από τα πέλματα, όχι σαν σκηνικό αλλά σαν υλικό. Στο στομάχι, ανάμεσα στα θραύσματα της αίσθησης, μαζεύεται μια μικρή ζεστασιά. Σαν κάποιος να αφήνει το χέρι του εκεί από μέσα, χωρίς σκοπό, μόνο με παρουσία.

Δεν υπάρχει καμία μεγάλη κατανόηση, κανένα συμπέρασμα. Μόνο η αίσθηση ότι όλο αυτό ξαναπαίχτηκε: πως ένα ελάχιστο τίναγμα στο βλέμμα της Gray – μια λέξη, μια σιωπή, ένα άνοιγμα και κλείσιμο του στόματός της – έγινε αφορμή για να στηθεί μέσα μου ένας ολόκληρος μηχανικός στροβιλισμός, ένα θέατρο με ρόλους που γνωρίζω και όμως κάθε φορά παριστάνω ότι ανακαλύπτω. Ξέρω πια τα πρόσωπά τους, τα χέρια τους, τα εργαλεία τους. Η ντροπή δεν είναι πια τόσο κοφτερή. Είναι περισσότερο μια ήπια αναγνώριση: «Ναι, το κάναμε πάλι.»

Κάπου ανάμεσα στο στέρνο και τον λαιμό, ένα μικρό κομμάτι κενότητας ανοίγει σαν παράθυρο. Όχι μεγάλο, όσο χρειάζεται για να περάσει λίγο δροσερός αέρας. Δεν σκέφτομαι να το κρατήσω, δεν το φοβάμαι να χαθεί. Είναι απλώς εκεί. Τα πόδια βαραίνουν ξανά με έναν τρόπο διαφορετικό, όχι σαν δεσμά, αλλά σαν ρίζες που θυμούνται ότι μπορούν να μπουν στο χώμα. Το στόμα κλείνει ήσυχα. Η γλώσσα γυρίζει στη θέση της, το μικρό ζώο ξανακοιμάται.

Μένει ένας ψίθυρος, όχι φράση ολοκληρωμένη, περισσότερο σαν ανάσα που αποφασίζει να πάρει μορφή: «Όταν γυρίζει ο άξονας, μπορώ ακόμα να νιώθω το πάτωμα.»

0 σχόλια