Κάλι

Κυριακή, Ιουλίου 03, 2016

«Είναι που σε πέτυχα ξανά, μισητή σκιά χωρίς βάρος, χωρίς καρδιά,  λεηλατημένη και άδεια, σφυρηλατημένη  από αέρα και φωτιά, με αυτά τα παγωμένα σου μάτια να σκίζουν τις σάρκες μου όπως οι 72 τιτάνες το κορμί του Όσιρι. Τι θέλεις πάλι από μένα, γιατί βουίζεις μες το μυαλό μου, γιατί μπαινοβγαίνεις στα όνειρά μου;»

Μέχρι πρόσφατα η φωνή ίσα που ακουγόταν, μα τώρα τελευταία η ηχώ δυνάμωνε σε στριγγιά που ρίχνει κάστρα. Είχε έρθει η ώρα. Κι ένα επίμονο αίσθημα πως ο χρόνος όλος είναι χαμένος αν δε γίνει κάτι, ένα αίσθημα πως δεν είναι ο εαυτός της, πως δεν υπάρχει μέλλον ούτε παρελθόν και το παρόν εξαντλήθηκε. Πως είναι απών από τη ζωή της. Μία επανάληψη του εαυτού της. Ζωντανή-νεκρή.

Έτσι με ένα μικρό άλμα και μια περιστροφή σα χορό το πήρε απόφαση. Πλησίασε το είδωλο, τη σκιά μέσα στο μυαλό της, στα όρια του δεύτερου ουρανού, κοντά στο κατώφλι αυτού του κόσμου και του επόμενου που διαμαρτυρόταν με πύρινες καταιγίδες και αστραπές για την παραβίαση του ονείρου. Η συνήθεια, σα μπαλόνι έτοιμο να σπάσει με μια τσιμπιά, κι η ευλαβική επανάληψη της τάσης επαναφοράς του ιδίου, -έτοιμες κι οι δυο να καταρρεύσουν-, έσπερναν κατάρες κι έπαιρναν τρομακτικές μορφές στο γύρω κόσμο που άρχισε να κουλουριάζεται σε χρωματισμούς αποκαλυψιακού ψυχοδράματος. Ένας κώνος φωτός την τύλιξε και την παρέλυσε στο κέντρο της θύελλας. «Ονειρική δυσκαμψία»  σκέφτηκε, μα το φως επέμενε σαδιστικά. 

Σήκωσε  το βλέμμα πολύ δύσκολα προς τη φωτεινή πηγή, σε μια σχεδόν αιώνια στιγμή, και τα μάτια της συνάντησαν αμυδρά κάτι. «Υπάρχει αλήθεια που ζει και αλήθεια που πεθαίνει» της ψιθύρισε η φωνή μες το μυαλό της. Δε μπορούσε να δει καθαρά. Ταράχτηκε σφόδρα. «Δε ξέρω τί  ζει και τί πεθαίνει» απάντησε. «Δεν πειράζει» της απάντησε η φωνή. «Δεν υπάρχει ανάγκη που μπορεί να επιβιώσει, ούτε αίμα, ούτε σκόνη. Όλα πεθαίνουν κι όλα ζουν μεταμφιεσμένα. Αυτά που κάποτε ήταν δέντρα τώρα είναι καμένη γη, αυτά που ήταν στόματα τώρα είναι ψέματα. Η ιστορία είναι γεμάτη με γεγονότα και σφάλματα. Δεν πειράζει.»

«Δεν έχω σταυρωθεί ποτέ σε καμία γη, δε μου την έχει στήσει ποτέ κανένας» σκέφτηκε αστραπιαία, κι όρμησε σαν άγριο θηρίο μπροστά σε ήρωα. Σήκωσε τη γυμνή λεπίδα απειλητικά, και με ορμή χιλίων δράκων βρέθηκε μπροστά στην εικόνα της. Όχι κάποια μαριονέτα ή καθρέφτινο είδωλο αλλά αυτήν την ίδια. «Είμαι η Κάλι δε μπορείς να με σκοτώσεις» της είπε η φιγούρα. «Κι εγώ δεν έχω όνομα» φώναξε και έμπηξε τη λεπίδα κατευθείαν στην καρδιά. «Δεν είμαστε ξένοι» σιγομουρμούρισε η Κάλι καθώς έπεφτε. «Δεν πειράζει» ψέλλισε και κοντοστάθηκε για να σκεφτεί ποιός δραπέτευσε από ποιόν. «Δεν πειράζει, δεν πειράζει» ξανασκέφτηκε και κατηφόρισε το δύσβατο γυάλινο μονοπάτι για τα δυτικά του κόσμου, προς ένα μέρος που θα νιώσει πιο άνετα.

0 σχόλια