Φοίνιξ

Πέμπτη, Ιουλίου 21, 2016

Ήρθε καλπάζοντας σα φοίνικας βγαλμένος από φλόγες. Ντυμένος με πανοπλία μαύρη και ένα ξίφος που’ χε χαραγμένο το όνομα της. Ήρθε λουσμένος με μαύρο φως και μεγαλοπρέπεια σαν από μακρινό ταξίδι ή ελεύθερη πτώση. Της είπε «χόρεψε μαζί μου ευγενικά μικρή κόρη. Γέλα και θα κάνω την καρδιά σου να νιώσει.» Της είπε «πέτα μαζί μου και θα σου δείξω τα χίλια πρόσωπα του θεού. Θα σε κάνω να κλάψεις από χαρά.» Της είπε «είσαι εδώ όσο χρόνο είναι ένας ηλιόλουστος ουρανός ήλιου που δεν έδυσε. Όμως στη καρδιά σου δε βλέπω ειρήνη. Βλέπεις το φως στο σκοτάδι;»

«Μα άγνωστε, δεν είμαι κόρη» απάντησε κάπως συγχυσμένη. «Γιατί προσβάλλεις τις προσευχές μου κι ήρθες να ταράξεις την ησυχία του ανόητου δειλινού μου. Μην παίζεις με το μυαλό μου. Δε χρειάζομαι τίποτε από εσένα και να εύχεσαι να μην είναι το χρονικό σου, για θα σε στείλω εκεί που φεγγάρι δεν ανατέλλει και μέρα δεν ξημερώνει. Ποιος είσαι;»

Γονάτισε στα χώματα της με το ξίφος σε στάση δέησης σαν από κάποιο παραμύθι κι ελευθέρωσε ένα κύμα ενέργειας από την καρδιά της. «Ήμουν το βουνό Μερού, που έδραζε στο κέντρο της πατρίδας, ήμουν η μεγαλύτερη ιστορία που έχει ειπωθεί, ήμουν το ποτάμι που κυλούσε από το παράδεισο κι εξέχεε στις θάλασσες σου. Ήμουν οι λόφοι που ακόμη στέκονται στη γη σου. Βγήκα από τον ωκεανό σου.»

«Εγώ βλέπω έναν τυφλό γεμάτο αμφιβολίες, λάθη, εγωισμό και οργή.» του απάντησε. «Ο καθένας μας κάνει όσα λάθη μπορεί,μα σφάλλεις. Δεν έχω οργή στη καρδιά μου, έχω την όραση της.» «Και ποιος είσαι που με θράσος ακόμη δε μας είπες;». «Είμαι η συνέχεια από το τραγούδι, η κρυφή τάξη στο χάος σου, ο ουρανός στη γη σου, η γη δίπλα στη θάλασσα σου, το ποτάμι που κυλά στις πεδιάδες σου, αυτός που δεν υπάρχει και πάντα επιστρέφει στον αιώνιο χορό του κόσμου. Είμαι εδώ αλλά δεν υπάρχω. Έχω πάει εκεί που φεγγάρι δεν ανατέλλει και μέρα δεν ξημερώνει κι έχω δει το αιώνιο φως. Η πανοπλία μου είναι βαμμένη με τα χρώματα του.» 

Η κόρη κάπως σαν να ταράχτηκε. Κανείς -ούτε καν η ίδια- δεν ήξερε αυτό το μέρος πού ακριβώς κρύβεται στο βάθος του κάτω κόσμου της, αλλά ο άγνωστος επέμενε: «Είμαι αυτός που έχτισε τις πυραμίδες στους γοφούς σου κι έστησε τοτέμ στο στήθος σου για να σε ξεκουράσει με τα χάδια του. Με αποκάλεσαν κάποτε θεό μα τώρα οι κάτοικοί σου με βλέπουν σα θεριό, δράκο μέγα. Όμως είμαι άνθρωπος απλός, νεκρός και ταυτόχρονα οργασμικά ζωντανός. Είμαι αυτός που σε περιμένει στο τέλος των ημερών που’ ναι ραμμένο κάτω από τα πόδια όλων.»

Η κόρη σαν να ταράχτηκε αρκετά. Ένοιωσε ένα ρίγος ανάμεσα στα πόδια της. Έως τώρα κανείς δεν είχε καταλάβει το μυστικό της, αλλά αυτός ο άγνωστος έριξε φως στην πιο απύθμενη σπηλιά της. Άρχισε να αμφιβάλλει ασυναίσθητα ακόμη και για τον εαυτό της. «Κι εγώ τότε ποιά είμαι αγαπητέ άγνωστε που με έχεις μπερδέψει;» ρώτησε με φωνή όσο πιο γλυκιά μπορούσε, αλλά η απάντηση αναδύθηκε αυθόρμητα στο μυαλό της και της έδωσε μια απερίγραπτη ασφάλεια. Ήταν το χάος,η γαία, η γυναίκα, η μητέρα και η αδελφή. Ο κριτής του εαυτού της. Και τώρα στεκόμενη μπροστά του ο χρόνος έμελλε να της δώσει τη μορφή της κόρης. Ποτέ της δεν ήταν μόνη. Κολυμπούσε πάντα στις άπειρες αναδιπλώσεις του τίποτε που είναι τα πάντα. «Είσαι ένα από τα πρόσωπα. Όλα είναι.» της απάντησε αυτός όσο σκορπιζόταν σε ουράνιο τόξο κάτω από τα πόδια της, πύλη δεμένη στο ρυθμό των βημάτων της. Και μέρος από την ανάσα της.

0 σχόλια