Coming back home

Σάββατο, Αυγούστου 06, 2016

Τα αστέρια το τελευταίο διάστημα φαίνονταν σα να είχαν κατέβει πιο χαμηλά. Το θρόισμα των φύλλων στο δάσος κάτω από το Λύκαιον όρος έπαιρνε τη μορφή έντονου παλλόμενου βόμβου στα αυτιά του, σχεδόν σαν ψίθυρος  πύρινων γλωσσών ή άπειρο τραγούδι. Δεν ήταν σίγουρος πως ακριβώς είχε φτάσει στις παρυφές του όρους εδώ περιπλανώμενος, αλλά τώρα ένα άυπνο σύννεφο τον τύλιγε και τον έσπρωχνε αργά και σταθερά ακόμη πιο μπρος. Ένοιωθε πεταλούδες και καρφιά να ξεσφραγίζουν  τους αρμούς που τον διαχώριζαν από τον υπόλοιπο χώρο. Ήταν λες και βέλη πετύχαιναν κάθε μικρό και μεγάλο του ομφαλό, κάθε του μεσημβρινό και κρυφή γωνία. Όντας ακόμη φυλακισμένος στο νοητικό του κάδρο που προσπαθούσε να τον κρατήσει πίσω από όλο αυτό το παραλήρημα αισθήσεων, ένοιωσε μια ανάγκη στο στομάχι και την καρδιά του για αλυσιδωτές αντιδράσεις. Παρόλο που κάποιες στιγμές τα τσιμπήματα στο σώμα του γίνονταν ανυπόφορα, η αγνή επιθυμία ή και πείνα του για όλο αυτό το ερωτικό ξετύλιγμα του κόσμου δεν του έδινε άλλη επιλογή. Δε μπορούσε να κάτσει άλλο εδώ. Έπρεπε να τραβήξει για το ύψωμα, να δει τον ορίζοντα από κει.

Ένα ακόμη βέλος τον τρύπησε στο μηρό κι ένα έπειτα χαμηλά στο πλευρό. Δεν είχε σημασία. Τα πόδια του είχαν πάρει φωτιά. Έτρεχε με όλη του τη δύναμη ή και περισσότερη. Μέχρι τώρα το παρελθόν τον κυνηγούσε όλο και πιο λυσσαλέα κάθε φορά που επιτάχυνε για να του ξεφύγει, αλλά αυτή τη φορά έτρεχε δίχως την πανοπλία του. Ένα βάρος ανυπόφορο είχε φύγει από πάνω του.  Καμιά άγκυρα δεν τον κρατούσε πίσω. Το άυπνο σύννεφο συνέχιζε να βομβαρδίζει με εικόνες και λέξεις το μυαλό του. Είχε χάσει πλέον την ικανότητα να αναλύει τα πράγματα, οι πληροφορίες ήταν άπειρες, δεν προλάβαινε να τις εκλογικεύσει. Ένοιωθε σαν να είναι μέσα σε ένα μεγάλο όνειρο απαλλαγμένος από τις πληγές του παρελθόντος και τις προσδοκίες για το μέλλον. Βρισκόταν στο εδώ και τώρα.

«Κάποτε», σκέφτηκε, «φυλάκισα τον εαυτό μέσα στο χρόνο. Τι κουτός!». Μια συναίσθηση βλάστησε μέσα του. Ήταν πάντα εκεί για τον εαυτό του αλλά τόσο καιρό –μια ολόκληρη ζωή πες καλλίτερα- επέλεγε να μη του δίνει σημασία, να τον αγνοεί. Έτσι μεγάλωναν μέσα του οι σκιές και οι φόβοι σα κανονικά δαιμόνια. Έλεγε ψέματα στον εαυτό του και στους άλλους. Βασάνιζε ασυνείδητα τον κόσμο σαν ενεργειακή βδέλλα γιατί δεν ήξερε τι είναι ο ίδιος. Δεν ήταν με τίποτε ευχαριστημένος. Το μυαλό του κολλούσε. Εξαρτιόταν συνέχεια από γνώμες, πρόσωπα και καταστάσεις. Ένα κρυφό αίσθημα ότι κάτι λείπει δεν τον άφηνε ποτέ σε ηρεμία. Ούτε τον άφηνε να χαρεί τις μικρές κρυφές απολαύσεις της ζωής. Τόσο καιρό ήταν υπόδικος του εαυτού του. Δεν τον κυνηγούσε ο κόσμος όπως νόμιζε το πληγωμένο του εγώ.  Ο εαυτός του τον κυνηγούσε. Όλα αυτά τα αόρατα βέλη που τον πετύχαιναν δεν ήταν βέλη. Ήταν τα ερωτικά φιλιά του κόσμου από τον οποίο είχε αποκοπεί. 

Φτάνοντας κοντά στη κορφή του όρους μία ακόμη συναίσθηση βλάστησε μέσα του. Δεν ήταν πλέον ένας θηλυκός λύκος με κίτρινα και μαύρα μάτια όπως νόμιζε.  Για την ακρίβεια δεν είχε καν φύλο. Το όνομα του δεν ήταν Αφροδίτη, ούτε Απόλλων, ούτε κανένα από όλα τα ονόματα που του είχαν δώσει στο παρελθόν. Αισθανόταν πιο πολύ σαν ένα πορτοκαλί σύννεφο. Έκανε τρεις μεγάλες ακόμη δρασκελιές για να υπερπηδήσει και τον τελευταίο βράχο που τον χώριζε από την κορυφή και τότε τον είδε. Ένοιωσε άπειρες μικρές και μεγάλες εκρήξεις να τον διασκορπίζουν σε χίλια κομμάτια αλλά παραδόξως έμεινε εκεί στεκούμενος μπροστά του πιο ζωντανός από ποτέ. «Νόμισες ότι με αγάπησες τόσο πολύ που με πάγωσες στο χρόνο» του είπε αυτός που στεκόταν αντίκρυ. Για την ακρίβεια δεν ήταν αυτός. Ήταν -ή φαινόταν πως ήταν τέλος πάντων- ένα μπλε σύννεφο. 

Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά και τα ξανάνοιξε για να δει καλύτερα. Κοιτάζοντας το τοπίο η ταύτιση ακολούθησε το νόμο του προσώπου. Ο ουρανός έμοιαζε σα μέτωπο, ο ήλιος και η σελήνη έγιναν μάτια, τα όρη έγιναν μύτη και οι θάλασσες γίνανε μάγουλα. Το μπλε σύννεφο που χάιδευε γλυκά κάθε σπιθαμή της αύρας του δεν ξεχώριζε πλέον από τον ορίζοντα. Ένοιωσε σαν να βρισκόταν στην πατρίδα του πνεύματος. Ζωντάνεψαν μέσα του όλες οι εντυπώσεις της ζωής που προσπαθούσαν να συνθέσουν σε λέξεις το παν από το τίποτε. Μα, ναι! Ήταν ο ίδιος η ώρα και η χώρα εποπτείας του. Αυτός που κοιμάται και ονειρεύεται. Ο ζωγράφος που στον πίνακα περνάει την ψυχή του. Η συνείδηση του ήταν το αφήγημα. Κι αν βρισκόταν εδώ τώρα απέναντι από τα πάντα με ερωτική διάθεση αυτό σήμαινε πως η ιστορία του ήταν μέρος από το πρισματικό υποκείμενο του κόσμου. Κάθε στιγμή, ανάλογα με το που εστίαζε την προσοχή του, γινόταν και ένα από τα πρόσωπα του παντός, γινόταν το βέλος του χρόνου, γινόταν κομμάτι του ατέρμονου βρόγχου, μέρος της ψυχής του κόσμου.

Η έκσταση της στιγμής ήταν απερίγραπτη. Σήκωσε τα χέρια, αγκάλιασε το μπλε σύννεφο που ήταν ότι αυτός δεν είναι, κι άρχισαν να χορεύουν σα δίδυμες φλόγες.

1 σχόλια

  1. Η ζωή είναι σαν μια ταινία. Μια ταινία αποτελείται, όπως είναι φυσικό από πολλά καρέ και σκηνές. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να ταυτιζόμαστε με καμιά σκηνή, με κανένα φαινόμενο, γιατί όλα περνούν. Περνούν τα πρόσωπα, περνούν τα πράγματα, περνούν οι ιδέες.
    Όλα στον κόσμο είναι απατηλά. Οποιαδήποτε σκηνή της ζωής όσο δυνατή κι αν είναι, περνά και μένει πίσω στο χρόνο.
    Αφηνόμαστε να καθοδηγούμαστε από τα φαινόμενα, αφηνόμαστε να μαγευόμαστε από τις διάφορες σκηνές της ζωής. Εκείνο που ουσιαστικά χρειάζεται να μας ενδιαφέρει είναι
    ΑΥΤΟ που ονομάζεται το "ΕΙΝΑΙ", η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Εδώ είναι το θεμελιώδες, γιατί το Είναι δεν περνά, το Είναι, είναι το Είναι και η αιτία της ύπαρξης του Είναι, είναι το ίδιο το Είναι.
    Όταν εμείς ταυτιζόμαστε με τις διάφορες κωμωδίες, δράματα και τραγωδίες της ζωής, είναι επόμενο να πέσουμε στην αυταπάτη και στην ασυνειδησία του ψυχολογικού ύπνου.
    Να ξέρουμε να ζούμε είναι πολύ δύσκολο, γιατί ζούμε σε ένα κόσμο φαινομένων, έναν κόσμο απατηλό και έχουμε την τάση να ταυτιζόμαστε με τα φαινόμενα, ξεχνώντας το ΟΥΣΙΩΔΕΣ, που είναι η Συνείδηση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή