Φως ή σκοτάδι;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2016

 Αν η σκέψη δεν έχει άλλο φως να δώσει πέρα από αυτό που πέφτει στον κόσμο από την προσωπική επαφή με τα πράγματα, τότε ακόμη κι η πιθανότητα συνειδητοποίησης απουσίας προσώπου  αυτομάτως και απαρέγκλιτα αναιρεί την όποια εγκυρότητα της. Ήδη παραφράζοντας το φροϋδικό συλλογισμό «πού πάει μια σκέψη όταν έχει ξεχαστεί;»  σε πιο απλά ερωτήματα του στυλ «είμαι οι σκέψεις μου; που πάω κι από πού ήρθα;» ξεδιπλώνεται η πορεία της σκέψης και του φορέα της στην πραγματική της προοπτική: δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για τίποτε, ο κόσμος αποκαλύπτεται σαν κατά λάθος μετατοπισμένος και ξενίζων, κι η μόνη φιλοσοφία είναι αυτή που δείχνει τις σχισμές, τις ρωγμές και τις παραμορφώσεις του ίδιου της του «είναι» πηδώντας από λάθος σε λάθος. 

Είναι τόσο προφανές και πραγματικό όλο αυτό μα γίνεται άδηλο γιατί συνηθίζουμε να θέτουμε το πρόσωπο σα σημείο αναφοράς. Αποζητώντας επιτακτικά βεβαίωση του εαυτού, το πρόσωπο στοχεύει μια σκοπιά απομακρυσμένη κατ’ ελάχιστο από το μαγικό κύκλο της ύπαρξης, προσπαθεί να μη ταυτιστεί με τις σκέψεις του (κι αυτό μια σκέψη είναι), και τελικά αποσπάται με πείσμα μέσα από το υπάρχον καθιστώντας τον εαυτό «μη ον». Τι ύβρις! Προσπαθώντας να εγκαταστήσει ένα δαίμονα εποπτείας των πάντων και να ιδρύσει την απόλυτη θεωρία του «λόγου» χτίζει τη μεγάλη πλάνη ότι μπορεί με τα κλάσματα της ύπαρξης που έχει χωρέσει να αφηγηθεί το όλον, ενώ δεν γνωρίζει καν τον εαυτό. 

Τι είναι το πρόσωπο; Ένα προσωπείο του όλου είναι. Και όσο το πρόσωπο ψάχνει αυτό το προσωπείο -αντί να είναι ένα με το όλον και μέρος αυτού- τόσο το χάνει. Όσο μεγαλύτερο το πάθος της αυτοδικαίωσης τόσο πιο μοιραία και η συσκότιση.  Στην πραγματικότητα αυτό που «είναι» δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη να αποδείξει τον εαυτό του, ούτε να του ρίξει φως. Οι όποιες προσπάθειες της φευγαλέας σκέψης να φωτίσει τον κόσμο και τον εαυτό είναι μικρές απατηλές αυτοπροβολές στα πήγαινε έλα του φροϋδικού ασυνείδητου. Μόνο που στην πραγματικότητα τόσο το ασυνείδητο όσο κι η σκέψη αναφέρονται σε όλο τον κόσμο που δεν ξεχωρίζει από τα προσωπεία του. 

Επομένως με πολύ απλά λόγια, ναι, η σκέψη στην πορεία της για κατανόηση οφείλει να αλλάξει προσωπεία, να αλλάξει σύσταση, να αλλάξει χωρητικότητα, να μικρύνει, να μεγαλώσει, να αυτό-αναιρεθεί, αλλά δυστυχώς να παραμείνει σκέψη για να επιβιώσει! Μπροστά σε αυτή την ενδογενή της ανημποριά να νιώσει ένα με το παρατηρούμενο ή περιεχόμενο της, γιατί από τη φύση της ως πεπερασμένη ξεχωρίζει τα πράγματα, αδυνατεί να αντιληφθεί το πασιφανές. Όλα τα μέρη απλά εκφράζουν πρόσωπα του όλου, δεν υπάρχει εγώ κι εσύ, όλα χορεύουν τον αυτοαλλοιωτικό χορό τους αλλάζοντας θέσεις, κι αυτή η ίδια η σκέψη δεν είναι παρά ένα είδωλο, μια πρόσκαιρη απεικόνιση, ένα ομοίωμα. 

Δε μπορεί να υπάρξει καμιά θεωρία. Δε γίνεται να περιγραφεί ο κόσμος με σκέψεις. Δε γίνεται να περιγραφεί ο κόσμος με λέξεις. Δεν είμαστε σκέψεις. Ο κόσμος είναι ότι είναι. Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να ανατάμει ένα τέτοιο ζώον σώμα. Η αναλυτική προσέγγιση των πραγμάτων δεν είναι δυνατή. Και για να αποφύγουμε τη φαντασιακή αυθαιρεσία τελείως θα το θέσουμε ως εξής: Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο κόσμος είναι κατ’ εξοχήν παράλογος ή έλλογος και αυτό είναι παραλόγως λογικό γιατί είμαστε μέρη του.  Στα πλαίσια λοιπόν ίδρυσης μιας πιο κβαντικής οντολογίας θα μπορούσαμε να προτείνουμε ότι η λογική είναι μία ψευδής θέση βεβαιότητας, αλλά όχι μία αληθής θέση αβεβαιότητας γιατί στην αβεβαιότητα δεν είμαστε σίγουροι ούτε καν για τη θέση. Τουτέστιν ο καθένας ερμηνεύει το «Λόγο» ή «λόγο» όπως θέλει. Ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο (ο πυλωρός κι η πύλη του:)) εμπλέκονται έτσι ώστε ποτέ να μην μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ούτε καν για την στιγμιαία παρουσία τους. 

Εν κατακλείδι, το παρόν σημείωμα προσπαθώντας ελαφρώς να σκανδαλίσει, απορρίπτει την παραδοσιακή οντολογία του πέρατος και της καθοριστικότητας και φλερτάρει με μία εικόνα απειρίας Λόγου και φωτός, ήτοι ελλοχεύοντος φωτός στο σκότος και τούμπαλιν.  Απορρίπτει την αρχαία παραδοχή περί απειρίας σκότους και πέρατος φωτός, περί κτιστού και άκτιστου κόσμου, περί ορατών και αοράτων και λοιπών δυισμών, απορρίπτει τα σύγχρονα οντολογικά δίπολα (παρατηρητής - παρατηρούμενο) και αμφισβητεί την αυθύπαρκτη υπόσταση κάθε πόλου τέτοιου δίπολου. 

Κλείνει με ένα περιπαικτικό ερώτημα. Έχετε παντού σκοτάδι. Απόλυτο, ολοκληρωτικό σκοτάδι. Και ανάβετε ένα κερί. Τι έχετε πλέον; Φως ή σκοτάδι? 

0 σχόλια