Μόνο η αγάπη επιζεί
Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2016
Όπως την περιεργάστηκε εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησε πως η Evette δεν είχε καταλάβει πόσο ασήμαντη ή αντίθετα πόσο σημαντική ήταν η όλη κατάσταση. Ήταν κι οι δυο παγιδευμένοι μέσα σε ένα μισοσκότεινο κενό περιτριγυρισμένοι από τη φασαρία ενός λυσσασμένου όχλου. Ενός όχλου φωνών και εντυπώσεων κρυφά κρυμμένου κάτω από την επιδερμίδα της πραγματικότητας. Ενός όχλου έτοιμου να εκραγεί από οποιαδήποτε πρόσκαιρη αφορμή, παρ όλη την φαινομενική ενίοτε αδράνεια του. Φαινόταν ακόμη μπερδεμένη με τα έως τώρα μαγικά του. Ο τύπος έπαιζε με λέξεις, εικόνες, σημεία και τέρατα. Έδειχνε ότι τα ήξερε όλα.
«Έχω την αίσθηση ότι δεν έχεις καταλάβει τί έχει συμβεί. Ήθελα απλά να σου δείξω ότι κανείς σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί να σε κρατήσει στη σκιά του ή να σε κατακτήσει. Ότι δεν πρέπει να φοβάσαι κανέναν, ούτε τον εαυτό σου. Ήθελα απλά να σου δείξω κάτι και μετά νομίζω πως ανακάλυψα κάτι. Κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Κι έπειτα λίγο λίγο κατά κάποιο τρόπο σε αγάπησα. Συγγνώμη, για την καταδίκη μας. Μακάρι να ήξερα πως όλο αυτό θα ερχόταν σε οργασμό από τα δικά μας βάσανα. Μακάρι να το ήξερα. Δεν ήταν έτσι συνήθως. Ποτέ δεν ήταν έτσι.» «Και δηλαδή πως ήταν;» τον ρώτησε. «Είμαι ενσυναισθητικός. Για να σου εξηγήσω πρέπει να εξηγήσω όλο μου τον κόσμο. Δε ξέρω αν μπορώ. Δεν τα ξέρω όλα.»
Η Evette έφερε μια περιστροφή με ένα χαμόγελο. «Φυσικά και δεν τα ξέρεις όλα» του αποκρίθηκε. Πόσο κουτή ήταν που είχε πιστέψει κάτι τέτοιο. Το χαμόγελο της προδόθηκε από την ακτίνα φωτός που διαπέρασε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και εντύπωσε την αντανάκλαση της στα μάτια του. Αυτό του δημιούργησε ένα συνειρμό απόγνωσης. «Ω θεέ μου συγχώρεσε με» μουρμούρισε μέσα στο μυαλό του. «Πόσο παιδί ήμουν. Να ξέρεις κάτι όμως. Τελικά τα κατάφερα. Ναι, τα κατάφερα. Το σκότωσα. Το σκότωσα αυτό το παιδί. Αν είναι λοιπόν θεέ μου αυτό το τέλος τότε εγώ μάρτυρας του το ομολογώ.» Ταραγμένος σύρθηκε προς τον καναπέ σε κατάσταση σχεδόν ονειρικής έκστασης.
«Evette έλα εδώ. Σε παρακαλώ έλα. Ποτέ δε θα μετανιώσω για ότι είμαστε.» Η Evette ξεκίνησε ήρεμα και ατάραχα να πετά και να σπάει πράγματα. Κι έπειτα λες και ήταν τυφώνας προσγειώθηκε πάνω του όπως η Κάλι στο στέρνο του Σίβα και χόρεψε σαν περιστρεφόμενος δερβίσης. Μια μυρωδιά κρασιού αναδύθηκε από την ανάσα της και τον μέθυσε, ενώ το σάλιο από τη γλώσσα της τον βύθισε σε ένα νέφος παραισθήσεων. «Τα έχασα όλα για χάριν του απροσδόκητου. Τα έχασα όλα.» του είπε. Και τότε συνέβη κάτι. Μια επιφάνεια ήρθε στο φως. Μια κατανόηση. Ήταν πλέον σίγουρος. Αυτός δεν ήταν αυτός και αυτή δεν ήταν αυτή. Αυτός ήταν αυτή και αυτή αυτός. Το μικρό παιδί που έπρεπε να αγαπήσει τον εαυτό του. Όλες οι ιστορίες και όλα τους τα όνειρα περίμεναν να γίνουν πραγματικά.
Μόνο που κανένα όνειρο και καμιά ιστορία δεν έχει τέλος. Σήκωσε τα χέρια του με ένα ανόητο βλέμμα. Κάποτε είχε όλες τις λέξεις, μα τις ξέχασε όλες. Αυτή είναι η αλήθεια. Ένιωσε το σώμα του να καίγεται. Θυμήθηκε την πρώτη φονική φωτιά που τους είχε σκοτώσει. Και μετά θυμήθηκε πως αυτοί οι ίδιοι ήταν η φωτιά και το πνεύμα του αθάνατου τυμπάνου της ζωής, και πως για όλα τα μικρά εγώ κανένα έλεος δεν υπάρχει.
Μόνο η αγάπη επιζεί. Μόνο η αγάπη.
0 σχόλια